Κοινωνία Παρ 5 Μαρ 2021

Χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες και παραγωγοί των λαϊκών αγορών υφίστανται τις συνέπειες από τη διαχείριση της πανδημίας με κριτήριο τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων. Μειωμένοι τζίροι και εισόδημα, αδιάθετο σημαντικό μέρος της παραγωγής, συσσώρευση χρεών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τους ΟΤΑ και τις τράπεζες.

Αντί να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση της λειτουργίας των λαϊκών αγορών - σε συνδυασμό πάντα με την τήρηση των κανόνων που προστατεύουν τη δημόσια υγεία - με την αραίωση των πάγκων μέσω της επέκτασης των προβλεπόμενων χώρων στους οποίους λειτουργούν οι λαϊκές, τον εφοδιασμό με ευθύνη του κράτους όλων των απασχολούμενων με τα αναγκαία υλικά προφύλαξης (μάσκες, γάντια, αντισηπτικά) και άλλα μέτρα που έχουν προτείνει οι μαζικοί φορείς των επαγγελματιών, η κυβέρνηση προχώρησε σε συνεχή lockdowns, διακοπή λειτουργίας λαϊκών αγορών, απαγορεύσεις μετακινήσεων από Περιφέρεια σε Περιφέρεια. Ταυτόχρονα, τα όποια μέτρα οικονομικής ενίσχυσης ήταν ανεπαρκή, πολύ κάτω των αναγκών, με πολλούς αποκλεισμούς, και δεν κάλυψαν τις απώλειες εισοδήματος.

Το νομοσχέδιο θα επιφέρει νέο πλήγμα

Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, μέσα στην «αναμπουμπούλα» της πανδημίας η κυβέρνηση, συνεχίζοντας την αντιλαϊκή σκυταλοδρομία των προκατόχων της, ετοιμάζεται να φέρει νομοσχέδιο που αλλάζει ριζικά την κατάσταση συνολικά στο υπαίθριο εμπόριο. Σε αυτό περιλαμβάνονται και οι λαϊκές αγορές, οι οποίες αποτελούν σημαντικό παράγοντα στον εφοδιασμό των λαϊκών στρωμάτων με τα απαραίτητα μέσα της καθημερινής διατροφής, ενώ δραστηριοποιούνται σε αυτές δεκάδες χιλιάδες επαγγελματίες και παραγωγοί.

Το νομοσχέδιο έχει δοθεί από τον Δεκέμβρη του 2020 για διαβούλευση στις Ομοσπονδίες των παραγωγών και εμπόρων λαϊκών αγορών. Κάτω και από τις αντιδράσεις, παρέμενε άγνωστο πότε θα κατατεθεί, ενώ πληροφορίες των τελευταίων ημερών φέρουν την κυβέρνηση να προχωρά σε μια αναδίπλωση και να μελετά αλλαγές στο νομοσχέδιο που θα φέρει τελικά.

Σε κάθε περίπτωση, οι βασικότερες αλλαγές που προωθούνται είναι οι εξής:

Καταργούνται η μόνιμη άδεια πωλητή λαϊκών αγορών και η δυνατότητα μεταβίβασής της, όπως ίσχυε μέχρι τώρα. Πλέον η κάθε θέση θα βγαίνει σε «πλειστηριασμό» με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.

Αλλάζει το σύστημα μοριοδότησης, καταργώντας ουσιαστικά και τα τελευταία ψήγματα κοινωνικών κριτηρίων στη διαδικασία χορήγησης των αδειών. Συγκεκριμένα, ενώ μέχρι τώρα τα κριτήρια ήταν κυρίως «κοινωνικά» (ανεργία, πολύτεκνοι, ποσοστό αναπηρίας κ.λπ.), το νέο στοιχείο που εισάγεται είναι αυτό της υψηλότερης οικονομικής προσφοράς του αιτούντος, το οποίο συγκεντρώνει το 60% της συνολικής μοριοδότησης, έναντι 40% των υπόλοιπων κριτηρίων.

Δίνεται η δυνατότητα αδειοδότησης σε νομικά πρόσωπα (εταιρείες), πέρα από τα φυσικά πρόσωπα, όπως ίσχυε μέχρι τώρα.

Δημιουργούνται νέοι φορείς διαχείρισης των λαϊκών αγορών σε Αττική και Θεσσαλονίκη, με τη μορφή ΣΔΙΤ. Οι ΣΔΙΤ αντικαθιστούν τις Επιτροπές Λαϊκών Αγορών, που συγκροτούνταν με ευθύνη των αντίστοιχων Περιφερειών, με συμμετοχή εκπροσώπων από την κάθε Περιφέρεια και τις Ομοσπονδίες των εμπόρων και των παραγωγών του κλάδου.

Παραδίδονται «έτοιμα» πεδία κερδοφορίας σε επιχειρήσεις

Με το προτεινόμενο πλαίσιο καταργούνται τα εναπομείναντα στοιχεία προστασίας των αυτοαπασχολούμενων και «απελευθερώνεται» η δυνατότητα επιχειρηματικής δράσης, στη βάση των κανόνων της αγοράς. Με την αδειοδότηση των εταιρειών και τις ΣΔΙΤ «απογειώνεται» η ιδιωτικοοικονομική λειτουργία, δρομολογείται πλήρως η ιδιωτικοποίηση.

Στην πράξη, με την όξυνση του ανταγωνισμού και τη διαδικασία πλειστηριασμού, θα τεθούν υπό διωγμό οι μικροί επαγγελματίες παραγωγοί και έμποροι βιομηχανικών ειδών, προς όφελος μεγαλύτερων επιχειρηματικών συμφερόντων.

Ταυτόχρονα, η διαδικασία του πλειστηριασμού έχει ως στόχο την αποκόμιση μεγαλύτερου εσόδου από την ενοικίαση των πάγκων.

Η παραπάνω διαδικασία θα έχει την αντανάκλασή της και στις τιμές των προϊόντων, στη λαϊκή κατανάλωση. Στο στόχαστρο δηλαδή μπαίνει και η λαϊκή οικογένεια, η δυνατότητά της να προμηθεύεται φρέσκα προϊόντα σε προσιτές τιμές.

Καμία προστασία για τους μικρούς επαγγελματίες και παραγωγούς

Είναι κοροϊδία το ότι θα προστατευτούν οι μικροί επαγγελματίες και παραγωγοί με μέτρα όπως η πρόβλεψη για 20% της μοριοδότησης σε αποφοίτους Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ενδεικτικά, μπορεί ένας ενδιαφερόμενος να πάρει και τα 40 μόρια των «κοινωνικών κριτηρίων», δηλαδή να είναι κάτω των 35 ετών, να έχει 3 παιδιά και πάνω και πτυχίο πανεπιστημίου, αλλά να χάσει τη θέση εφόσον κάνει χειρότερη οικονομική προσφορά...

Αντίστοιχα, οι ρυθμίσεις αυστηροποίησης των ελέγχων, στο έδαφος των παραπάνω κομβικών αλλαγών, θα επιφέρουν μεγάλο πλήγμα. Για παράδειγμα, ένας πωλητής αποκλείεται από το να πάρει μέρος σε έναν πλειστηριασμό θέσεων, αν δεν έχει εξοφλήσει τον φορέα διαχείρισης των λαϊκών αγορών ή αν δεν έχει φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα (μέχρι τώρα δεν ήταν προϋπόθεση). Προβλέπεται επίσης αποβολή από τη λαϊκή αγορά για έναν πωλητή αν δεν έχει πουλήσει πάνω από το 70% του εμπορεύματος που έχει δηλώσει, ενώ παραμένει η «ποινή» απώλειας της θέσης για τους πωλητές που δεν έχουν εξοφλήσει για δύο συνεχόμενους μήνες τον φορέα διαχείρισης.

Αλλά και προτάσεις που ακούγονται από διάφορους, όπως η αντικατάσταση των ΣΔΙΤ με την πρόβλεψη διαχείρισης από ΝΠΙΔ, δεν αναιρούν την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των λαϊκών αγορών.

Οι αυτοαπασχολούμενοι σε αγωνιστική εγρήγορση

Με βάση το γεγονός ότι ο θεσμός των λαϊκών αγορών εξασφαλίζει την απευθείας πρόσβαση των λαϊκών στρωμάτων σε διατροφικά προϊόντα σε προσιτές τιμές, χωρίς τη μεσολάβηση ενδιάμεσων, π.χ. χονδρεμπόρων, το επόμενο διάστημα χρειάζεται να δυναμώσει η αντίθεση στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης.

Η λειτουργία των λαϊκών αγορών πρέπει να είναι στην ευθύνη δημόσιων φορέων, με την απαιτούμενη δομή (κεντρικά, Περιφέρειες, δήμοι). Τα κάθε είδους προβλήματα διαχείρισης, και επομένως και τα κάθε λογής έξοδα λειτουργίας, πρέπει να είναι στην ευθύνη αυτών των φορέων. Ταυτόχρονα, αυτοί οι φορείς δεν πρέπει να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, πρέπει να ενισχύονται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και όχι αποκλειστικά από το τέλος που πληρώνει ο κάθε επαγγελματίας, το οποίο πρέπει να μειωθεί. Αντίστοιχα, να διατηρηθούν τα κοινωνικά κριτήρια τα οποία ίσχυαν μέχρι τώρα για την απόκτηση της άδειας.

Είναι θετικό το γεγονός ότι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης καταδικάζεται από δεκάδες Σωματεία, Αγροτικούς Συλλόγους και Ομοσπονδίες.

Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλει και η δράση της Επιτροπής Αγώνα Λαϊκών Αγορών Αττικής. Αναδεικνύοντας τις αντιλαϊκές στοχεύσεις της κυβέρνησης, καλεί τους μικρούς επαγγελματίες και παραγωγούς σε εγρήγορση και οργάνωση της πάλης, ώστε να αποσυρθεί το νομοσχέδιο.

Ταυτόχρονα καλεί σε οργανωμένη διεκδίκηση για διαγραφή τόκων, μείωση και ρύθμιση των οφειλών για δάνεια από τις τράπεζες και χρέη προς το Δημόσιο, αφορολόγητο όριο 12.000 ευρώ, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, κατώτατες εγγυημένες τιμές που θα ανταποκρίνονται στο κόστος παραγωγής και θα διασφαλίζουν εισόδημα επιβίωσης, μείωση του κόστους παραγωγής.

Τα δίκαια αυτά αιτήματα περιλαμβάνονται στην πρόταση νόμου που κατέθεσε το ΚΚΕ στις 20 Γενάρη, με στόχο την ανακούφιση των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου από τις συνέπειες της κρίσης και της διαχείρισης της πανδημίας.

Πηγή: Ριζοσπάστης

Zogas_dimitris