Γράφει ο Κώστας Α. Κρεμμύδας
Η ιστορία, παρά τον τρόπο διδασκαλίας της και την αίσθηση που έχει περάσει στο ευρύ κοινό ότι πρόκειται για μια αποστασιοποιημένη επιστήμη, παραμένει ένα δυναμικό εν εξελίξει πεδίο, μια ζώσα και βασική παράμετρος στη διαμόρφωση τόσο της ατομικής συνείδησης όσο και της κοινωνικής συνοχής ενός λαού, συμβάλλοντας στη σε βάθος προσέγγιση της εθνικής του ταυτότητας. Και βέβαια η ιστορία, ταυτισμένη με τη ζωή και την πορεία των ανθρώπων, καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά δίπλα μας: βιώματα, γνώσεις, εμπειρίες – ενίοτε οδυνηρές –, αφηγήσεις και ασφαλώς δράσεις. Η γενιά του Μανώλη Φουρτούνη ευτύχησε, μολονότι η λέξη θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως κλαυσίγελος, να ζήσει πολυεπίπεδα ένα μέρος της ταραχώδους πορείας του σύγχρονου ελληνικού κράτους σε τέτοιο βαθμό ώστε η ενασχόλησή μας με τα πεπραγμένα της να φωτίζει ένα μεγάλο τμήμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Ο Μανώλης Φουρτούνης γεννήθηκε στην Κέφαλο της Κω στις 3.10.1926, στην Ιταλοκρατούμενη (από το 1912) Δωδεκάνησο. Είχε Ιταλούς δασκάλους και καθηγητές στην Κω και τη Ρόδο, όπου φοίτησε για ένα διάστημα στα γυμνασιακά του χρόνια, κατά συνέπεια η παιδεία του είχε πολλά στοιχεία της ιταλικής κουλτούρας. Έζησε τη διπλή Κατοχή στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας όμως το περίεργο προνόμιο να «μυηθεί» στον κομμουνισμό από τον Ιταλό καθηγητή του και δυο Γερμανούς στρατιωτικούς, τον Rudi και τον Herbert, που έρχονταν συχνά στο μπακάλικο του πατέρα του στην Κέφαλο. «Θέλω ν’ αναφέρω εδώ δύο περίεργες συμπτώσεις της ζωής μου: την πρώτη μου επαφή με την ανθρωπιστική κουλτούρα, με κάποιον αδιόρατο αριστερό προσανατολισμό, την πήρα από τον Ιταλό καθηγητή μου Λουΐτζι Νοφερίνι,[4].
Εικόνα 1: Η φοιτητική ταυτότητα του Μανώλη Φουρτούνη.
H Απελευθέρωση αλλά και η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, η διπλή απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του, συνέπεσε με την απαρχή των δικών του πολιτικών περιπετειών. Μόλις είχε προλάβει να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας το 1946, ξεκίνησε η πολιτική του περιπέτεια με συνεχείς εξορίες (1947-1958) στον Άη Στράτη, στη Μακρόνησο (με σκληρά βασανιστήρια που όπως όλα τα δύσκολα τα προσπέρασε διακριτικά με τη φράση «ο αδελφός μου με παρέλαβε σαν μπόγο…»), και πάλι στον Άη Στράτη. Ήταν οι συνέπειες από την άδοξη ολοκλήρωση της εθνικής αντίστασης και του ουμανιστικού οράματος –που συνένωνε στους κόλπους του ΕΑΜ μια μεγάλη φιλελεύθερη μερίδα λαού–, από την είσοδο των αγγλικών στρατευμάτων στη χώρα μας και το αιματηρό τέλος του Εμφυλίου πολέμου:
Δεν θα τελείωνε ποτέ αυτή η ανάκριση/ βουβή κι αμείλιχτη/ στο στενό, λασπωμένο κιβούρι./ Κανείς να του πει μια καλή κουβέντα/ μονάχος του, χωρίς παράθυρο/ δοκίμασε να πιαστεί από τη δόξα/ την αποθέωση κάποιας παλιάς ημέρας.// Κίνησε μελαγχολικά το κεφάλι/ και γύρισε το διακόπτη/ να σβήσει αυτό το ενοχλητικό αστέρι/ που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.
Εικόνα2: Στο 401 Στρατιωτικό Nοσοκομείο, ο Μανώλης Φουρτούνης με άλλους συγκρατούμενους, όπου μεταφέρθηκαν για «νοσηλεία» από τόπους εξορίας. Διακρίνονται όρθιοι από αριστερά: Σπύρος Πολυζωγόπουλος, Mίκης Θεοδωράκης, Mανόλης Παπουτσάκης, Mανώλης Φουρτούνης και Σίμος Λυμπεράτος. Φωτογραφικό Αρχείο Μάργαρη - ΑΣΚΙ.
Στον Άη Στράτη, ο Φουρτούνης γνωρίζεται με τους Κουλουφάκο, Πατρίκιο, Λειβαδίτη, Ραυτόπουλο, με τους οποίους θα συνδεθεί όταν ως «αδειούχοι εξόριστοι» – μια πατέντα της νικήτριας παράταξης που από τη μια συνέβαλε στην αποσυμφόρηση των νησιών και από την άλλη εξακολουθούσε κοινωνικά, επαγγελματικά και δικονομικά να συντηρεί το αστυνομικό κράτος και να κρατά δέσμιους τους πρώην εκτοπισμένους, με τον φόβο επαναπροώθησης στους τόπους εξορίας – θα αποτελέσουν τον πυρήνα του περιοδικού της Αριστεράς Επιθεώρηση Τέχνης. Ένα νόμιμο λογοτεχνικό περιοδικό που θα συσπείρωνε την αριστερή διανόηση αλλά και μερικά από τα εμβληματικά ονόματα της ελληνικής κουλτούρας, δίχως αποκλεισμούς – να θυμίσουμε την πρώτη δημοσίευση εκτενών αποσπασμάτων του Άξιον Εστί –, στα οποία θα προστίθεντο και οι νεότεροι.
Πέρα από ένα περιοδικό όπου βάραινε μεν η λογοτεχνία αλλά η θεματογραφία του κάλυπτε συχνά μια ευρύτερη γκάμα τομέων της τέχνης και της επιστήμης, η Επιθεώρηση Τέχνης αποτέλεσε ένα απτό δείγμα διαπάλης ιδεών και ζυμώσεων στην προσπάθεια της Αριστεράς να ξαναβρεί τη θέση της και τον δημιουργικό της ρόλο μέσα σε μια καθημαγμένη ελληνική πραγματικότητα.
Κι, όπως λέει κι ο Φίλιππος Ηλιού:
Εικόνα 3: Ο Μανώλης Φουρτούνης με τον ποιητή Τάσο Σπυρόπουλο, εξόριστοι στον Άη Στράτη.
Ουσιαστικά μετά από μία 20ετία πολιτικών παρεκβάσεων (δικτατορία, Κατοχή, Εμφύλιος, μετεμφυλιοπολεμική περίοδος), ένας πυρήνας νέων διανοουμένων, μεταξύ αυτών και ο Μανώλης Φουρτούνης, επέλεξε μέσω του πολιτισμού να συμβάλει στην ανασύνταξη της ηττημένης Αριστεράς και στην ειρηνική διεκδίκηση του πρωταγωνιστικού της ρόλου στην ελληνική κοινωνία, με την προβολή του οράματός της για ισότητα, ελευθερία, δημοκρατία. Μια διαδικασία διόλου απλή, καθώς το Ελληνικό Κομμουνιστικό Kόμμα παρέμενε γραφειοκρατικά και αρχηγοκεντρικά διαρθρωμένο, και μάλιστα εκτός νόμου, με την ηγεσία του να βρίσκεται στο εξωτερικό, προσκολλημένη στις γνωστές απόψεις του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. και τα μέλη του να προσπαθούν να δρουν στην Ελλάδα, μέσα από τις τάξεις κυρίως της ΕΔΑ, που δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 1951, αλλά και μέσω άλλων μορφών παρεμβάσεων σε δήμους, σωματεία, καλλιτεχνικές ομάδες, δράσεις πολιτισμού, φιλειρηνικές οργανώσεις κλπ. Σε αυτό το δίπολο, ή για την ακρίβεια πάνω σe αυτό το τεντωμένο σκοινί, έπρεπε να ισορροπούν οι άνθρωποι της Επιθεώρησης Τέχνης. Όπως μάλιστα περιέγραψε ο Φίλιππος Ηλιού, σε μια από τις εβδομαδιαίες ανά Δευτέρα συζητήσεις, Μάρτιο ή Απρίλιο του 1957, με θέμα «Οι τύχες της αριστεράς σήμερα», στα γραφεία της ΕΔΑ και στον απόηχο του 20ού Συνεδρίου αλλά και της επέμβασης των Σοβιετικών τανκς στη Ουγγαρία (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1956), ο Κώστας Κουλουφάκος, εκφράζοντας τις απόψεις πολλών, για πρώτη φορά στην Ελλάδα ανέπτυξε δημόσια και ευθαρσώς τον προβληματισμό του πως δεν είναι δυνατόν ένα αριστερό κίνημα να μην καθοδηγείται από τις δυνάμεις που το οργανώνουν και το οδηγούν συντεταγμένα στις αναμετρήσεις με τον αντίπαλο. Ότι η ηγεσία του Ελληνικού αριστερού κινήματος δεν μπορεί να διαμορφώνεται βάσει πληροφοριών που φτάνουν στο εξωτερικό και οι οποίες συχνά μπορεί να αλλοιώνουν τον χαρακτήρα και το νόημα των δράσεών μας στην Ελλάδα.
Μια συζήτηση που διαρκούσε σε όλη την περίοδο λειτουργίας της ΕΔΑ μέχρι την επιβολή της δικτατορίας.
Με διπλή λοιπόν εκ των πραγμάτων οργανωτική δομή, με κανόνες συνωμοτικούς, με προσπάθειες να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας των κομματικών οργανώσεων, αλλά και με την Ασφάλεια σε κάθε βήμα τους (βλ. δίωξη τον Νοέμβριο του 1957 κατά των συντακτών Μάρκου Αυγέρη, Γιάννη Ρίτσου, Νικηφόρου Βρεττάκου και του διευθυντή της Ε.Τ. Νίκου Σιαπκίδη για το αφιέρωμα του περιοδικού στα 40 χρόνια της Οκτωβριανής επανάστασης, τεύχος 34, Οκτώβριος 1957), τη λογοκρισία και τις διώξεις μέσω του ΑΝ 509/1947 για «αδικήματα τελεσθέντα δια του τύπου», που έστελνε στη φυλακή συγγραφείς, εκδότες, συντάκτες, κατανοούμε το ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας της Επιθεώρησης. Είναι ενδεικτικό ότι πολλοί φίλοι και συνεργάτες του περιοδικού μοίραζαν οι ίδιοι κατά τόπους τα τεύχη (μαρτυρία του ζωγράφου Βαγγέλη Δημητρέα, που τα πήγαινε συχνά στη γενέτειρά του Καλαμάτα), για να μη στιγματίζονται οι συνδρομητές. Η συντακτική ομάδα δεν αναφερόταν στην ταυτότητα πέραν του «κατά νόμον υπευθύνου» Νίκου Σιαπκίδη, για να υφίσταται αυτός τις συνέπειες όταν και όποτε χρειαζόταν. Σημαντικές εκδηλώσεις γίνονταν κυρίως στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, γιατί μόνο εκεί διατίθετο χώρος, χάρη στη μεσολάβηση του ποιητή και συντάκτη του περιοδικού Νικηφόρου Βρεττάκου, που ήταν εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος Πειραιά. Το τηλέφωνο επικοινωνίας, ως πράξη μεταμέλειας, το είχε παραχωρήσει ένας πρώην «δηλωσίας» ράφτης που το ραφείο του ήταν στον ίδιο όροφο με το γραφείο της Επιθεώρησης. «Το να παραχωρήσει κάποιος το τηλέφωνό του και να φιγουράρει στην ταυτότητα του περιοδικού ήταν τότε πράξη αντίστασης», μου είχε επισημάνει ο Νίκος Σιαπκίδης.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι φυσικό να αναπτύσσονται προβληματισμοί, αντιπαραθέσεις, αλλά και αυτοαναιρέσεις, να καταγράφονται παλινωδίες, να ανθεί η καχυποψία, να αναδιαμορφώνονται οι συγκλίσεις αλλά και μια αυτολογoκρισία είτε έναντι της Ασφάλειας είτε έναντι των κομματικών μηχανισμών, και βεβαίως η εξέλιξη να μην είναι πάντοτε ανοδική. Όλες αυτές οι ταλαντώσεις μέσα στην ιδιοτυπία της εποχής, τα διαδοχικά στάδια συνειδητοποίησης των προβλημάτων, οι αντιπαραθέσεις γύρω από θέματα αισθητικής αλλά ακόμη και πρωτοκαθεδρίας των προβεβλημένων ονομάτων – πάμπολλα, κι ενίοτε γραφικά/γλαφυρά, τα περιστατικά, οι διαφορετικές αντιλήψεις για την οικοδόμηση του καινούριου κόσμου όπως ο καθένας τον ονειρευόταν ήταν φυσικό να δημιουργούν εμπόδια και μάλιστα για μια μηνιαία έκδοση που σήμαινε αντικειμενικά και μεγαλύτερο βάρος στις πλάτες των συντακτών. Όπως το συνοψίζει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος:[8] Όπως το περιγράφει και στο πρώτο ποίημα της συλλογής
Η πληγή και το αλάτι:
Από το φιλότιμο ξεκίνησαν και το αρνί/ και ο λύκος. Κάποτε μέτρησαν τα άστρα/ απορώντας. Πριν απ’ την επίθεση/ και το μεγάλο φόβο. […] Πύρινοι λόγοι/ για την παγκόσμια επανάσταση/ που θα γινόταν με το αίμα, όχι στάλα στάλα/ αλλά κρουνοί που θα έπνιγαν τις άνομες πολιτείες./ Και ήρθε ύπουλη μαχαιριά έργων και λόγων.
Τα γεγονότα τού χθες δεν μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε με τη σημερινή οπτική, καθώς ο χρόνος εξελίσσεται, οι κοινωνικές συνθήκες διαφοροποιούνται, τα πράγματα ωριμάζουν, βαραίνοντας πολύτιμα στην ανθρώπινη σκέψη και κρίση. Σωστά το επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο Τίτος Πατρίκιος:[10], μικροί νεροκουβαλητάδες. Η δεύτερη δυσκολία ήταν ο βιοπορισμός μας. […] Δεν ήταν μόνο το ρίσκο της Αστυνομίας, της εξορίας, της φυλακής, ήταν και η οικονομική θυσία που έκανε ο καθένας για να βγει το περιοδικό. Η Ε.Τ. αποτελείτο από ζωντανούς ανθρώπους που συγκρούονταν, γνωρίζονταν, οδηγούνται σε μεγάλες ρήξεις, κόβουνε και τη καλημέρα μεταξύ τους, ξανασυναντιώνται κι όλα σαν μη συμβαίνει τίποτε και το μόνο που ρισκάρουν είναι να ξαναπάνε εξορία, την οποία σημειωτέον τη νοσταλγούσε κανείς τότε στην Αθήνα γιατί συχνά αναφερόταν το «να πάω εξορία να ησυχάσω από τις σκοτούρες που έχω εδώ πέρα».
Και πράγματι τα οικονομικά του περιοδικού – ο Κουλουφάκος επί λέξει αναφέρει στο υπόμνημά του της 2-29 Απρίλη 1964: «ο Νίκος Σιαπκίδης συνεισέφερε εξ ιδίων του 35.000 δρχ και τ’ άλλα μέλη της Σ.Ε. Πορφύρης, Πετρής, Πατρίκιος, Ραυτόπουλος, Φουρτούνης, Κουλουφάκος διάφορα ποσά που τα έπαιρναν κυρίως από φίλους του περιοδικού ή από την τσέπη της οικογένειάς τους. Έτσι η έκδοση των τευχών συνεχιζόταν ανελλιπώς και τα τεύχη έβγαιναν στην ώρα τους, αλλά τα χρέη πλήθαιναν, ώσπου στα μέσα του 1958 – είχαν φτάσει το ποσόν των 150.000 δραχμών» – ήταν δυσβάσταχτα. Αλλά και ο βιοπορισμός των περισσοτέρων εκ των βασικών συντακτών του περιοδικού γινόταν με μεγάλη δυσκολία: ο Κώστας Κουλουφάκος πάλευε κυριολεκτικά με τα εκδοτικά (σ.σ. έχω ακόμη απ’ το αρχείο του στοίβες αθροίσεων και πράξεων, μόνο πράξεις, ανώνυμες γιατί υπήρχε και η Ασφάλεια, ατέλειωτες χειρόγραφες πράξεις πάνω σε εκατοντάδες χαρτάκια και φύλλα, όλα πρόχειρα. Τόσο που ν’ αναρωτιέσαι και να θλίβεσαι, συμμεριζόμενος τις αγωνίες του, για τους μήνες, τα χρόνια που ξόδεψε σε όλους αυτούς τους ανώνυμους αριθμούς). Ο Πορφύρης Κονίδης πήρε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μετά τις τόσες κακουχίες και πολιτικές περιπέτειες, το δίπλωμα της νομικής και προσπαθούσε να πείσει τον Σιαπκίδη να βάλει σε μια άκρη της πόρτας, στο γραφείο του περιοδικού, την ταμπέλα του δικηγόρου. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Ο Μίμης Ραυτόπουλος παρ’ ολίγο να απολυθεί από την Αυγή, καθώς έπεσε σε δυσμένεια του Βασίλη Εφραιμίδη, και βρέθηκε η μεσοβέζικη λύση να μισθοδοτείται μεν από την εφημερίδα (που επέφερε σχόλια από τους συντάκτες τού τύπου «η εφημερίδα ελευθεριάζει») αλλά να εργάζεται στο περιοδικό. Ενώ ο Μανώλης Φουρτούνης αφηγείται: «Παράλληλα με την Επιθεώρηση δούλευα επαγγελματικά κάνοντας μεταφράσεις σε λαϊκά περιοδικά της εποχής, στο Ντομινό (που κρατούσα και την ερωτική αλληλογραφία ως «Κυρία Κλάρα»), στο Πάνθεον, το Ρομάντσο, περιοδικά που αντέγραφαν τα αντίστοιχα ιταλικά. Σ’ ένα από τα γράμματα μάλιστα στο Ντομινό, μια κοπελίτσα από την επαρχία, αφού μας διεκτραγωδούσε την άρνηση των δικών της να παντρευτεί τον καλό της, κατέληγε και στην αιτία των αντιρρήσεων: ο αγαπημένος της ήταν μετά συγχωρήσεως κομμουνιστής, όπως μας έγραφε. Φράση που έγινε προσφιλής στις παρέες και στα ταβερνάκια μας: μετά συγχωρήσεως κομμουνιστής! Αργότερα, μετά τις εξορίες της χούντας, δούλεψα στη Γυναίκα και την Ελευθεροτυπία, όπου είχα το εξωτερικό δελτίο».
Συνεχίζεται
ΜΕΡΟΣ 2ο
Εικόνα 4: Ο Μανώλης Φουρτούνης.
Ο Μανώλης Φουρτούνης, πέρα από τον οργανωτικό του ρόλο ως μέλους της συντακτικής επιτροπής στην Επιθεώρηση Τέχνης, δημοσίευε ποιήματά του, ήδη από το 6ο τεύχος, και θεωρητικά πολιτικά κείμενά του. Όμως η συμβολή του στο εγχείρημα της Επιθεώρησης Τέχνης αποδείχθηκε καθοριστική χάρη και στην ιταλική του παιδεία. Εκείνη την εποχή που οι ανανεωτικές ιδέες άνθιζαν στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI), ο Μ.Φ. είχε τη δυνατότητα να έρχεται σε απευθείας επαφή με τις θεωρητικές επεξεργασίες του PCI και να επιλέγει κείμενα τα οποία μετέφραζε και πρότεινε προς δημοσίευση στο περιοδικό. Έδινε τις δικές του μάχες με μεταφράσεις που είχαν ως επίκεντρο τις αναλύσεις του Ινστιτούτου Γκράμσι, τις παρεμβάσεις στα συνέδρια και τις συζητήσεις Σοβιετικών και Ιταλών συγγραφέων, τα κείμενα του Παλμίρο Τολιάτι, Γραμματέα του PCI ως το 1964,[12] (ψευδώνυμο του Ντανιήλ Αλεξάντροβιτς Γκέρμαν) «Η σιωπή».[14] γιατί καταλάβαινε ότι μπορούσαν να μας κλείσουν το περιοδικό… Ακόμα κι ο Χρουτσώφ βγήκε από τα ρούχα του όταν δημοσιεύθηκε στη Ρωσία! Είμαστε ήδη φακελωμένοι αλλά θελήσαμε να δούμε τις αντοχές της άλλης πλευράς... Kαταλαβαίναμε πια ότι τα πράγματα δυσκόλευαν, μας κοίταγαν λοξά, είχαμε την αίσθηση ότι μας παρακολουθούσε και πάλι ένα άλλο Α2, αυτή τη φορά του κόμματος. «Μανώλη πώς πάει η Αναθεώρηση Τέχνης;», άκουγες τα πειράγματα στα κομματικά γραφεία. «Καλά είναι, σας χαιρετάει», τους απαντούσα… Όμως ξαφνικά άρχισαν να σφίγγουν τα πράγματα, έρχονταν πίσω τα τεύχη από Παγκράτι, Βύρωνα, Νέα Ιωνία, επέστρεφαν τις συνδρομές…σχολίαζε με νόημα ο Φουρτούνης, αποδεικνύοντας την κάθε άλλο παρά τυχαία επιλογή τους.
Η «άλλη πλευρά» έσπευσε να αξιοποιήσει την ευκαιρία, κατηγορώντας τα μέλη της συντακτικής επιτροπής για «ηθική χαλαρότητα», «ιδεολογική σύγχυση» και τη δημοσίευση του διηγήματος, το οποίο χαρακτηρίζουν «υποπροϊόν της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας, ως υπονομευτική ενέργεια σε βάρος της ηγεσίας της ΕΔΑ και σε βάρος του κινήματος, γιατί δίνει όπλα στην αντίδραση, η οποία ευτυχώς δεν το μυρίστηκε» (Μάρκος Αυγέρης). Ο Λεωνίδας Κύρκος επικρότησε τα λεγόμενα του Αυγέρη, αφού, όπως είπε, «τα λόγια του Αυγέρη εκφράζουν την πείρα του κινήματος. Εναντίον των νέων μίλησαν τα άσπρα μαλλιά, αλλά άσπρα μαλλιά που διατηρούν όλα τα στοιχεία της νεότητας».
Ενώ ο Γιάννης Ρίτσος σημείωσε πως: «Η διαφωνία μας δεν είναι για ένα διήγημα, αλλά διαφωνία αρχών και θέσεων. Δεν διαθέτουμε κριτήρια ή αισθητήρια κοινωνικά, προοδευτικά, μαρξιστικά. Αυτά που κάνετε είναι στρέβλωση των αρχών μας, στρέβλωση της πραγματικότητας.»
Στις 26 Μαΐου και στις 2 Ιουνίου του 1959 πραγματοποιήθηκαν δύο συνεδριάσεις που έμειναν στην ιστορία ως μια σκιώδης κομματική δίκη. Οι Λεωνίδας Κύρκος, Μάρκος Αυγέρης, Θέμος Κορνάρος, Δημήτρης Φωτιάδης, Βαγγέλης Σακελλάρης, Νίκος Κιτσίκης και Γιάννης Ρίτσος, από την πλευρά του κόμματος, απεύθυναν μομφή στα μέλη της συντακτικής επιτροπής Κουλουφάκο, Πατρίκιο, Φουρτούνη και Κ. Πορφύρη (δεν κλήθηκε ο Ραυτόπουλος,[16]
Τον Νοέμβριο 1960 ο Λεωνίδας Κύρκος διόρισε νέα συντακτική επιτροπή, που την ονόμασε «διευθυντική» από τους Κ. Πορφύρη, Γ. Πετρή, Τάσο Βουρνά, Διονυσία Μπιτζιλέκη, Γερ. Σταύρου, Κ. Κουλουφάκο και Δ. Δεσποτίδη, που ανέλαβε και τον ρόλο συνδέσμου μεταξύ Επιθεώρησης και ΕΔΑ. Συνέστησε ταυτόχρονα και μια ευρύτερη «συμβουλευτική και βοηθητική» επιτροπή, όπου μετέθεσε τους Φουρτούνη και Ραυτόπουλο. «Όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας διαλύσουν», θυμόταν μετά από χρόνια ο Φουρτούνης: «Εμένα και τον Μίμη Ραυτόπουλο μας έβγαλαν από τη συντακτική (ή διευθυντική ή στενή επιτροπή) και μας έβαλαν σε μια δήθεν επιτροπή «προσωπικοτήτων της αριστεράς» ευρύτερη (συμβουλευτική ή βοηθητική). Παρότι εμείς ήμασταν άγνωστοι, άσημοι, μας έβαλαν με «κομματικές προσωπικότητες των γραμμάτων», με αυτούς που ήταν πριν κατήγοροί μας... Όταν ’θέλαν να σε απομονώσουν, σε αναβάθμιζαν».
«Ο Φουρτούνης εξακολουθούσε πάντως να μεταφράζει και να φέρνει ενδιαφέροντα κείμενα», σημειώνει ο Κ. Κουλουφάκος, «μερικά από τα οποία δεν δημοσιεύτηκαν, μ’ όλο που η δουλειά είχε γίνει κατόπιν σχετικής εντολής του φ. Δεσποτίδη, ή δημοσιεύθηκαν ψαλιδισμένα (σ.σ. παρά την αντίθετη απόφαση της πλειοψηφίας της συντακτικής επιτροπής μειοψηφούντων των Βουρνά, Δεσποτίδη), όπως η συζήτηση των διανοουμένων του Κ.Κ. Ιταλίας του Ινστιτούτου Γκράμσι με θέμα Πρωτοπορία και παρακμή.[18]
Συνήθως δεν εξετάζονται οι προθέσεις αλλά το αποτέλεσμα. Οι πράξεις, προϊόντα σκέψης, κρίσης, όπως καταγράφονται κάθε στιγμή για να συνθέσουν την ατομική και κατ’ επέκταση τη συλλογική πορεία. Η δημοκρατία και η ελευθερία είναι βασικές αρχές, που δεν αρκεί επιλεκτικά να τις επικαλείσαι, πρέπει και να τις ενστερνίζεσαι. Ιδίως όσοι ασκούν εξουσία. Η ομάδα πάντως του περιοδικού σε κάθε ευκαιρία προσπαθούσε να το αναδείξει. Σε ένα σημαντικό κείμενό του «Περί ελευθερίας συνέχεια» (Επιθεώρησης Τέχνης, τεύχος 136, Απρίλιος του 1966, σ. 421-423), ο Μανώλης Φουρτούνης απαντά στην Αυγή της 24.2.1966, που είχε χαρακτηρίσει «λαθεμένη και ανεπίτρεπτη ενέργεια» τη συμπαράσταση διανοουμένων, που εκδηλώθηκε, μάλιστα, με πρωτοβουλία της Επιθεώρησης, στους δυο Σοβιετικούς συγγραφείς Αντρέι Ντονάτοβιτς Σινιάφσκι και Γιούρι Ντανιέλ, οι οποίοι καταδικάστηκαν στην τότε Σοβιετική Ένωση επειδή δημοσίευσαν με ψευδώνυμο στο εξωτερικό «αντισοβιετικά» κείμενά τους. Ο Φουρτούνης δεν διατύπωσε τότε απλώς με εσωκομματική στόχευση την έννοια της ανεξαρτησίας του κομματικού διανοούμενου αλλά προάσπιζε γενικότερα το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, πέρα από κάθε μορφής λογοκρισία, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στα ανθρωπιστικά ιδανικά, που οφείλουν να διέπουν τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Αφού παραλλήλισε την τότε Υπουργό Πολιτισμού της ΕΣΣΔ Κατερίνα Φούρτσεβα με τον Ζντάνωφ[20]
Υπάρχει εντέλει μια αντίφαση: ενώ αντικειμενικά τα θέματα τέχνης και πολιτισμού δεν αποτελούν προτεραιότητα, παρά τις διακηρύξεις, τόσο σε κυβερνητικούς όσο και σε κομματικούς μηχανισμούς εξουσίας, εντούτοις παραμένουν δημοφιλή στον χρόνο. Και μάλιστα διατηρούν όχι απλώς αναλλοίωτο το ενδιαφέρον τους αλλά αντιθέτως πολλαπλά αναγνώσιμο, καθώς δεν παύουν να γεννούν νέους προβληματισμούς. Πόσο άραγε έχουν απασχολήσει ερευνητές, μελετητές και κοινό κάποιοι από τους πλέον των εκατό πρωθυπουργοί του σύγχρονου ελληνικού κράτους; Αναμφίβολα πολύ λιγότερο απ’ όσο η Επιθεώρηση Τέχνης τα 60 αυτά χρόνια. Και το σπουδαίο είναι ότι πολλά έχει ακόμη να μας αποκαλύψει. Ας θεωρήσουμε την υπεροχή αυτή του πολιτισμού ως μια ελπιδοφόρα ένδειξη στη νέα εκατονταετία του έθνους μας.
[2] Μανώλης Φουρτούνης, Εγγραφές και προσωπεία, Αθήνα: Τυπογραφείο Α. Κουλουφάκου, 1962, σ. 40.
[4] Αφιέρωμα περιοδικού Μανδραγόρας, τεύχος 40, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2009, σ. 78-94.
[6] Εκδήλωση στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά Μ. Δευτέρα 17.4.1995 στην παρουσίαση του αφιερώματος του Μανδραγόρα, τεύχος 6-7, Ιανουάριος-Ιούνιος 1995, στην Επιθεώρηση Τέχνης.
[8] σ. 24, Μανώλης Φουρτούνης, Βιογραφίες, Αθήνα: εκδόσεις Διογένης, Απρίλιος 1972, σ. 285.
[10] Υπόμνημα Κουλουφάκου 2-29.4.1964: «... χωρίς να πω λέξη για το πνεύμα των ταμπού που διέπει όλους σχεδόν τους «φτασμένους» οι οποίοι αξιώνουν αντί κριτικής λιβανωτούς, και επιθυμούν να ορίζουν αυτοί ακόμα και τον κριτικό που θα τους κρίνει κι αν είναι δυνατόν να του υπαγορεύουν και το ύφος ακόμα της κριτικής.»
[12] O Γκράνιν γεννήθηκε και πέθανε στην Αγία Πετρούπολη (Ιανουάριος 1919 - 5.7.2017). Φοιτητής στο Πολυτεχνείο του Λένινγκραντ στρατεύτηκε ως εθελοντής με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εμφανίστηκε πολύ νέος στα γράμματα. Η λογοτεχνική αναγνώριση ήρθε το 1955 με το μυθιστόρημα Iska. Εργάστηκε ως μηχανικός. Υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας που καταπιάστηκε με την εξιστόρηση της τριετούς πολιορκίας του Λένινγκραντ από τους ναζί.
[14] Ο Πορφύρης Κονίδης (Κ. Πορφύρης), παρότι έχαιρε σεβασμού στο κόμμα ως παλιός Ακροναυπλιώτης (από το 1933 καταδικασμένος με το ιδιώνυμο), ουσιαστικά χρεώθηκε την ταύτισή του με τις τάσεις αυτονομίας και ανεξαρτησίας της συντακτικής ομάδας έναντι της επιχειρούμενης χειραγώγησης από τον κομματικό μηχανισμό.
[16] σ. 83, Μανώλης Φουρτούνης, Η πληγή και το αλάτι, εκδόσεις Θεμέλιο, Δεκέμβριος 1985, σ. 112.
[18] Μανώλης Φουρτούνης, Τοπία του χρόνου, Αθήνα: εκδόσεις Ανθολογία, 1978, σελ. 93.
[20] σ. 150, Μανώλης Φουρτούνης, Διαδρομές, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010, σ. 158.
ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΑΘΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ