Ο έφηβος από το στάδιο κατοχής και διευθέτησης της ζωής του από τους γονείς, περνά στο στάδιο της προσωπικής επιλογής. Η μετάβαση στην εφηβεία συνεπάγεται για το παιδί μια απώλεια. Αυτή η απώλεια τον κάνει να νιώθει θλίψη και συχνά λύπη και κατάθλιψη.
O έφηβος στην μεταβατική αυτή περίοδο της ζωής του, νιώθει έντονη ανασφάλεια. Δεν είναι πλέον ούτε παιδί, αλλά ούτε και ενήλικας. Αφιερώνει πολύ χρόνο για να γνωρίσει αυτόν τον «νέο» εαυτό και αυτή λοιπόν η υπεραπασχόληση οδηγεί στον «ναρκισσισμό» της εφηβικής ηλικίας. Η υπεραπασχόληση αυτή οδηγεί πολλές φορές και στην «απόσυρση» του εφήβου. Κλείνεται στον εαυτό του για να τον ψάξει και να τον γνωρίσει καλύτερα.
Ο έφηβος αναπτύσσεται σεξουαλικά, βιοσωματικά, νοητικά και αποκτά την αίσθηση της κυριαρχίας. Ο έφηβος νιώθει μεγάλος και δυνατός. Οι ικανότητες αυτές που διαθέτει, μεγαλοποιούνται γιατί δεν έχουν ακόμα δοκιμαστεί. Μέχρι τότε δεν είχε πραγματικές εμπειρίες από την εργασία, την κοινωνική και σεξουαλική ζωή και αυτό του δίνει μία αίσθηση παντοδυναμίας. Τα αισθήματα αυτά της παντοδυναμίας για τον εαυτό, ωθούν τον έφηβο να νιώθει περιφρόνηση για τους γονείς και τους άλλους ενήλικες. Είναι η περίοδος που όλες οι αξίες και οι συμπεριφορές των γονέων και των σημαντικών άλλων, πχ. δασκάλων, τίθενται υπό αμφισβήτηση. Αυτή η απόρριψη και η αμφισβήτηση των γονέων δεν πρέπει να μας ανησυχεί και να μας στεναχωρεί. Είναι απαραίτητο να συμβεί, έστω εν μέρει, γιατί με αυτό τον τρόπο, ο έφηβος θα μπορέσει να διαμορφώσει τις δικές του αρχές και αξίες.
Ο έφηβος δεν υπακούει πλέον σε κανόνες, ούτε παραδέχεται την εξουσία του γονέα. Με το να συγκρούεται ο έφηβος με τους γονείς και να μειώνει τη δύναμή τους, ενισχύει έτσι η δική του δύναμη.