Lifestyle Δευ 20 Ιουλ 2015

Ο λόγος της είναι μπολιασμένος με στίχους, με αναφορές σε τραγούδια, σε συνθέτες, στιχουργούς και ποιητές. Ο τρόπος της είναι λιτός, απογυμνωμένος από περιττά φιασίδια, πομπώδεις δηλώσεις και αυτάρεσκη αυτοαναφορικότητα. Η Μελίνα Ασλανίδου ανοίγει μια χαραμάδα πίσω από τη δημόσια εικόνα της coach του «The Voice» και μιλά για τα ουσιαστικά της ζωής της: τη μουσική, τα παιδικά χρόνια της, τους ανθρώπους της, την πίστη, την αλήθεια της

Μιλά σχεδόν ακατάπαυστα, τραγουδάει, ψάχνει τραγούδια στο YouTube μέσω του κινητού τηλεφώνου της, περπατάει ξυπόλητη, γελά πηγαία. Η πρώτη κουβέντα που της λέω είναι ότι η αίσθησή μου είναι πως μετά από δύο τηλεοπτικές σεζόν τη γνωρίζουμε κατά τι περισσότερο, όμως στην ουσία δεν την ξέρουμε. «Με ξέρετε όσο πρέπει να με ξέρετε», ανταπαντά ακαριαία. 

Και χαμογελάει. Ισως για να αποφύγει εύσχημα ερωτήσεις για την προσωπική ζωή ή την ιδιώτευσή της. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που θέλω να μάθω είναι η ανάμνηση της στιγμής που η ίδια κατάλαβε πως ο προορισμός της ήταν το τραγούδι. Μοιάζει να αιφνιδιάζεται, αν όχι να ανακουφίζεται: «Από πολύ μικρή ηλικία, από την πρώτη στιγμή ήξερα μέσα μου πως μπορώ να τραγουδήσω. Είμαι από τους ανθρώπους που ξέρουν τον σκοπό της ζωής τους. Μου ήταν ξεκάθαρο. Ωστόσο, το συνειδητοποίησα όταν τραγούδησα πρώτη φορά σε κοινό και είδα τότε ότι ο κόσμος στο άκουσμα της φωνής μου συγκινήθηκε. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό πρέπει να κάνω στη ζωή μου. Πότε ήταν αυτό; Εχω ένα θέμα με τον χρόνο, δεν τον αντιλαμβάνομαι όπως όλος ο κόσμος... Ηταν λίγο πριν τελειώσω το Λύκειο. Είχε πάθει ένα ατύχημα κάποιος φίλος μας και οργανώσαμε μια συναυλία για να συγκεντρώσουμε χρήματα. Ηταν η πρώτη φορά που τραγούδησα σε θέατρο. Στο θέατρο των Γιαννιτσών. Στα παιδικά μου μάτια φαινόταν Ηρώδειο. 


Ηταν η πρώτη επαφή με τον κόσμο. Το “Ολα σε θυμίζουν” είχα πει. Θυμάμαι δάκρυα στα μάτια των ανθρώπων. Μέχρι τότε δεν περνούσε καν από το μυαλό μου πως μπορεί η φωνή μου να συγκινεί. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι έχω μια χροιά πολύ ξεχωριστή». 



Μουσικά ακούσματα

Αναρωτιέμαι τι μουσική άκουγε τότε, ποιες είναι οι καταβολές της. «Μικρή άκουγα Cure, U2, Stranglers, Prodigy, Madonna, Aerosmith, Scorpions, Metallica, τον μεγάλο μου έρωτα, τον Μάικλ Τζάκσον. Ακουγα και ελληνική μουσική: Πίτσα Παπαδοπούλου. που ήταν η αγαπημένη της μητέρας μου, Μανώλη Αγγελόπουλο και πάθαινα πλάκα με τον λυγμό του, Ελένη Βιτάλη, Χαρούλα Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, αργότερα Νίκο Παπάζογλου. Είχα πολλά ερεθίσματα. 

Μου άρεσε η μουσική. Δεν έβαζα ποτέ ταμπέλες. Οταν μετά μπήκα στον χώρο, μου το μάθανε αυτό το κόλπο. Εκεί άρχισαν και υπήρχαν διαχωρισμοί. Στον πυρήνα μου ως άνθρωπος δεν το γνώριζα αυτό. Ημουν ένα παιδί που μεγάλωσε στο χωριό και άκουγε τα πάντα. Δε μου είπε ποτέ η μάνα μου μην ακούς Cure, γιατί ακούς Μάικλ Τζάκσον. Υπήρχε ελευθερία». Ξεκινώντας από αυτή την αναφορά στα χρόνια της στο χωριό παρασυρόμαστε σε μια γραμμική σχεδόν αφήγηση που ξεκλειδώνει στιγμιότυπα από τη ζωή της, από τη μεγάλη της φυγή από τα Γιαννιτσά με προορισμό τη Θεσσαλονίκη και την εσωτερική μετανάστευσή της στην Αθήνα. «Μετά το σχολείο πήγα για σπουδές. Από 15 ετών: ήθελα να φύγω από τα Γιαννιτσά. Ηθελα να προχωρήσω, να αλλάξω περιβάλλον, “με κυνηγούσε μια φυγή” που λέει η Βιτάλη. Τώρα θέλω να σταθώ κάπου, να αράξω. Η δουλειά όμως είναι της γύρας. Είμαστε νομάδες. Πήγα λοιπόν να σπουδάσω μικροβιολόγος γιατί δεν μπορούσα να πάω να σπουδάσω μουσική. Στο χωριό υπήρχε μια συγκεκριμένη νοοτροπία. Οταν δεν ξέρεις κάτι, όταν έχεις άγνοια, δεν μπορείς να το κατανοήσεις, το φοβάσαι. Βρέθηκα λοιπόν στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπήρχαν αυτά τα χρόνια. Νομίζω το να βρεθείς φοιτητής στη Θεσσαλονίκη είναι ό,τι πιο μαγικό μπορεί να σου τύχει στη ζωή. Γνώρισα τη μισή Θεσσαλονίκη. Εκανα φίλους, γνωστούς. Ολοι οι φίλοι μου από τότε είναι». 

Πολλές φορές στη διάρκεια της συζήτησης η Μελίνα επαναλαμβάνει πως κατ’ ουσίαν τα κατάφερε μόνη της. Οχι γιατί παραγνωρίζει ή αγνοεί τη βοήθεια που έλαβε από τους δασκάλους της, για τους οποίους μόνο αισθήματα ευγνωμοσύνης τρέφει, αλλά μάλλον επειδή θέλει να υπογραμμίσει πως επέλεξε και ακολούθησε το δικό της μονοπάτι στη ζωή. «Η οικογένειά μου δεν είχε ποτέ σχέση με τη μουσική. Δεν είχα ποτέ την οικογένειά μου με το μέρος μου, με την έννοια ότι δεν είχε καταλάβει αυτό που έφερα. Μόνη μου το κατάλαβα, το δούλεψα και το δουλεύω. Είναι μια αδιάκοπη εργασία. Και θέλει και λίγο τύχη, θέλει να μην έχεις παρωπίδες. 

Θέλει πολλά», λέει και συνεχίζει: «Πολλές φορές δεν μας αρέσει να βλέπουμε την αλήθεια, ούτε να την αντιλαμβανόμαστε, ούτε να την ακούμε. Εχουμε μια φυσική αντίδραση να μην τη δεχόμαστε, να μη θέλουμε το πολύ φως. Αν όλα γίνονται συνειδητοποιημένα, γίνεται πιο εύκολος και ο δρόμος σου. Λες “όλα είναι καλά”. Το νιώθεις στο πετσί σου. Το βιώνεις. Δεν ήμουν έτσι πάντα. Εμαθα. Είχα δεκάδες δασκάλους. Για παράδειγμα, ακόμη και μια κουβέντα που έλεγε ο Μητροπάνος σε μια άσχετη στιγμή δίδασκε τρόπο ζωής. Ευγνωμονώ τον Θεό που είχα την ευλογία να συναντηθώ με πολύ σπουδαίους ανθρώπους, να μιλάω μαζί τους και να μοιράζομαι την αγωνία, τον δρόμο μου, όλο αυτό που έχω στο κεφάλι μου». 




Δύσκολος δρόμος

Ο δρόμος αυτός δεν ήταν ούτε εύκολος ούτε πάντοτε βατός. «Το κέντρο σε κάθε άνθρωπο μετατοπίζεται συνεχώς. Ενας άνθρωπος που ανεβαίνει σε μια σκηνή, που εκτίθεται πολύ εύκολα επηρεάζεται και χάνει τον δρόμο του, την αλήθεια του, τη φωνή του. Ευτυχώς, μάλλον έχω έναν καλό άγγελο ο οποίος πολύ γρήγορα μου χτυπά το καμπανάκι και επανέρχομαι. Και ακούω τελικά τη δική μου φωνή. Αυτό που εγώ θέλω για τον δικό μου δρόμο. Είναι σπουδαίο αυτό. 

Πολλές φορές ζούμε τις ζωές των άλλων. Εγώ θέλω να ζω στη δική μου τη μέρα, τη δική μου τη νύχτα, να περπατάω στον δικό μου δρόμο. Είμαι άνθρωπος που έχει περάσει δυσκολίες. Δεν είχα πάντα πού να τραγουδήσω. Ποτέ δεν είναι εγγυημένο το αύριο. Είναι μια δουλειά που κάθε μέρα την κατακτάς. Δεν έχεις την ασφάλεια του οκταώρου ή του μισθού που μπαίνει κάθε μήνα.

 Υπάρχει περίπτωση να μη δουλέψεις και καθόλου. Πολλές φορές θυμάμαι να μη χτυπάει το τηλέφωνο και να γκρινιάζω. Ξέρεις κάτι; Αμα σου ’ρχονται όλα εύκολα, δεν εκτιμάς το καλό που θα σου ’ρθει. Το πιο ωραίο μάθημα είναι όταν μένεις ρέστος και μετά σου ’ρχεται και το ένα ευρώ», λέει με αφορμή τα αχαρτογράφητα νερά στα οποία βρισκόμαστε τις τελευταίες μέρες. Ωστόσο, της ζητώ να επιστρέψουμε ξανά πίσω, στα χρόνια της Θεσσαλονίκης. Στη ρίζα της. «Οταν τελείωσα τι σπουδές μου, ξεκίνησα να τραγουδάω σε ρεμπετάδικα στη Θεσσαλονίκη. Είπα τότε “ΟΚ, αυτό θα κάνω”. Αν δεν δούλευα στα ρεμπετάδικα, δεν θα είχα τη γνώση του λαϊκού τραγουδιού, ούτε θα έμπαινα τόσο βαθιά στη μουσική. Εχω γνώσεις που είναι το σεντούκι μου, ο θησαυρός μου. Διψούσα να μάθω. Γενικά είμαι τέτοιος άνθρωπος. Μου αρέσει να ακούω. Βέβαια όταν ξεκινούσα δεν άκουγα και πολύ. Αλλά έμαθα να ακούω. Κάτι που μου έμαθε και η δουλειά και η ζωή είναι να ακούω. Είναι καλό να εκπαιδεύσεις τα αυτιά και την ψυχή σου να ακούνε. Για το σύστημα βέβαια δεν ξέρω πόσο βολικό είναι αυτό. Δεν βλέπεις τι γίνεται;» αναρωτιέται καταφανώς ρητορικά, συνεχίζοντας την περιγραφή της: «Το 2001 έζησα την εσωτερική μετανάστευση. Τα άφησα όλα στη Θεσσαλονίκη και ήρθα στην Αθήνα. Γιατί ήρθα; Γιατί μου έκανε πρόταση ο Γιώργος Νταλάρας. Ο Νταλάρας ήταν το όνειρό μου. Είναι ένας τεράστιος δάσκαλος. Εκείνος μου έμαθε ότι δεν γίνεται να μην ξέρεις τους μουσικούς, τους ερμηνευτές, τα είδη της μουσικής. Αυτή είναι η δουλειά μας. Εγώ μεγάλωσα με τέτοιους δασκάλους. Πώς λοιπόν μπορούσα να γίνω κάτι άλλο;». 

Αλήθεια, όμως, τι θεωρεί η ίδια πως ήταν εκείνο που την ξεχώρισε από πολύ νωρίς, που της άνοιξε την πόρτα την οποία σαν έτοιμη από καιρό φρόντισε να διαβεί; «Πιστεύω σε αυτό που είχε πει η Δήμητρα Γαλάνη όταν είχε έρθει να μας ακούσει με τον Γιώργο Νταλάρα στις πρόβες στον “Ζυγό”, τότε που εγώ δεν μπορούσα να την καταλάβω γιατί ήμουν ακόμη παιδί. Τη θυμάμαι να λέει “αυτή η χροιά σου, Θεέ μου, αυτή η χροιά σου”. Εγώ δεν το καταλάβαινα αλλά οι άνθρωποι που ήταν μέσα στη μουσική το έβλεπαν. Αυτό από μόνο του βέβαια δεν λέει τίποτα. Εχεις ένα πολύ σοβαρό πλεονέκτημα, όμως αν δεις γύρω σου και αν ακούσεις, δεν είναι η φωνή ή η χροιά αυτό που επικρατεί. Ξέρεις, πιστεύω ότι ο Θεός δίνει ένα χάρισμα σε όλους τους ανθρώπους. Γιατί; Γιατί ερχόμαστε στη ζωή να μάθουμε. Κι εγώ να μάθω ήρθα. Δεν είναι όλα ροδοστόλιστα, δεν είναι όλα φωτογραφήσεις και συνεντεύξεις. Αλλωστε δεν είναι αυτή η δουλειά μου». 



«Εχω πίστη»

Η Μελίνα έμαθε από μικρή να πιστεύει στον Θεό ή, όπως ορθότερα το θέτει η ίδια, έμαθε να εμπιστεύεται -αλλά και να αμφισβητεί- την πίστη της. «Την πίστη την κουβαλάμε μέσα μας. 

Εχω πίστη. Οταν προσεύχεσαι, είσαι στο κέντρο σου. Μεγάλωσα με έναν ιερέα, τον πατέρα Παρθένιο. Ηταν ένας καθοριστικός άνθρωπος στη ζωή μου και στη ζωή όλων των παιδιών του χωριού. Οταν ήμασταν μικρά, ήταν αυτός που μας δίδαξε την αγάπη, μας έμαθε για την πίστη, μας έφερε κοντά στην παράδοση, στη ρίζα μας, μάθαμε βυζαντινή μουσική, ψέλναμε. Είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και νιώθω ότι η επιρροή του στη ζωή μου ήταν πολύ σοβαρή. Μου ’δωσε μια βάση». Σταματά για λίγο να μιλά και με κοιτάει έντονα. «Μπορεί εγώ να λέω ό,τι λέω τώρα και να φαίνονται όλα εύκολα. Δεν είναι». Τη ρωτάω πόσο εύκολη ήταν η διαχείριση της μεγεθυμένης μέσω της τηλεόρασης εικόνα της, αν «μάσησε» από την προβολή και τη δημοσιότητα. «Καθόλου δεν μάσησα», λέει γελώντας, «στη Γαύδο πήγα πάλι διακοπές πέρυσι. Κάμπινγκ. Είναι η κολλητή μου εκεί και πηγαίνω. Είναι από τα αγαπημένα μου μέρη, γιατί εκεί ξεχνάς τα πάντα. Μπορεί να πας στη Γαύδο, να σε θέλει το νησί να σε κρατήσει και να μείνεις για πάντα. Το λέω και ανατριχιάζω. Στη Γαύδο γειώνεσαι». Στ’ αλήθεια δεν θα μπορούσα να περιμένω κάτι λιγότερο από τον άνθρωπο που όταν λίγο πρωτύτερα του ζήτησα να αυτοπροσδιοριστεί, επέλεξε να το κάνει προτάσσοντας το αίσθημα δικαίου: «Είμαι πειθαρχημένη και μου αρέσει πολύ η τάξη. Και η Δικαιοσύνη. Από πολύ μικρή με θυμάμαι ακριβοδίκαιη, σε μια κοινωνία βέβαια που η αδικία βασιλεύει. Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ»  (σ.σ.:  από το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Zogas_dimitris