Στον πόλεμο, και κυρίως όταν οι Γερμανοί άρχισαν να βομβαρδίζουν το νησί μας, οι κάτοικοι σε όποια γειτονιά και να βρίσκονταν έφτιαχναν καταφύγια. Έσκαβαν μεγάλες λακκούβες στο έδαφος, ή έβρισκαν φυσικές εσοχές, τις σκέπαζαν με λαμαρίνες, τις κάλυπταν με χώμα και, καμιά φορά έκαναν δοκούς από τσιμέντο στην είσοδο, ένα είδος υπόγειων χώρων όπου να καταφεύγουν όταν άρχιζαν οι σειρήνες και να προφυλαχθούν από τις οβίδες. Rifugio το έλεγαν οι Ιταλοί, Rifugio επικράτησε και η λέξη για τους Έλληνες. Ένα τέτοιο υπάρχει ακόμα πίσω από την Αγία Άννα.
Μια οικογένεια συγγενών μου αγαπημένων, ο πατέρας Νικόλας, η μητέρα Αναστασία και τα δυό τους αγόρια- τότε- έτρεχαν να προφυλαχθούν σε ένα rifugio κάπου εκεί στην Παναγία την Συντριανή, μαζί με άλλους γείτονες. Ο μικρός Λευτέρης, δύο χρονών τότε, έκλαιγε γοερά και ασταμάτητα όσο κρατούσαν οι βομβαρδισμοί, τρομαγμένος από το σκότος και τις ασφυκτικές συνθήκες του rifugio. Ο μεγαλύτερος, ο Γιώργος- φύσει γεμάτος καλοσύνη και αγάπη από τότε- στενοχωριόταν και προσπαθούσε να ηρεμήσει το μικρό του αδερφό φωνάζοντας : «Αγάντα μωρό μου, όπου νά’ναι τελειώνει κι αυτό το rifugio …»
Ποιος θα μας φωνάξει εμάς τώρα αυτή τη γεμάτη ελπίδα φράση; Ποιος θα μας υποσχεθεί πως όπου νά’ναι σταματούν να ηχούν οι σειρήνες της απελπισίας; Ποιος, αλήθεια, θα μας υπογράψει πως αυτός ο οικονομικός πόλεμος δε θα συνεχιστεί με έναν εμφύλιο; Ποιος μικρός Γιώργος θα μας προσφέρει επιτέλους ένα καταφύγιο;
Ποιος θα μας φυλάξει από τους Φύλακες;
Μαρία Καλατζοπούλου- Τσιρπανλή