Εμείς όμως που δεν είμαστε αφελείς αισθανόμαστε βαθιά μέσα στο πετσί μας τις έκνομες επιθυμίες και ανιστόρητες απόψεις της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας, γι αυτό και εξοπλίσαμε κατάλληλα τις ένοπλες δυνάμεις μας και ενημερώσαμε για την αναθεωρητική τάση της γείτονος, ως προς το εδαφικό και νομικό καθεστώς των νησιών μας, τους διεθνείς οργανισμούς και όλα τα κράτη που πρεσβεύουν τις κοινές με εμάς αρχές και αξίες της διεθνούς νομιμότητας. Στηριζόμενοι, λοιπόν, στο άρθρο 51 του Χάρτη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών διατηρούμε το δικαίωμα της «νόμιμης άμυνας» στο Αιγαίο για τους ακόλουθους ουσιαστικούς λόγους:
- Γιατί η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο το 1974, κατά παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης Εγγυήσεως για την Κύπρο, στην οποία η Ελλάδα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος, και, παρά τις πολυάριθμες αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, συνεχίζει να διατηρεί μια σημαντική στρατιωτική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη. Επιδιώκει, μάλιστα, και την προσάρτηση του κατεχόμενου βόρειου τμήματος της Κύπρου.
- Γιατί η Τουρκία παραβιάζει συστηματικά τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και υπερίπταται με στρατιωτικά αεροσκάφη, συχνά οπλισμένα, ελληνικών νησιών του Αιγαίου και μάλιστα κατοικημένων, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά ζητήματα ασφάλειας.
- Γιατί η Τουρκία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, διατηρεί σημαντικές στρατιωτικές μονάδες με εναέρια μέσα και αποβατικά σκάφη σε περιοχές της Μικράς Ασίας, που βρίσκονται απέναντι των ελληνικών νησιών, γεγονός, που συνιστά σοβαρότατη απειλή κατά της Ελλάδας. Δεν παραγνωρίζουμε, βέβαια, και την απειλεί πολέμου (casus belli), που στρέφει εναντίον μας αν θελήσουμε να επεκτείνουμε τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στα 12 ναυτικά μίλια.
...
Εφαρμόσαμε, λοιπόν, την αρχή πως «ότι απειλείται δεν αποστρατικοποιείται», αλλά η Τουρκία επιμένει στην αποστρατικοποίηση, για παράδειγμα, των Δωδεκανήσων, επικαλούμενη τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου του 1947, που πράγματι προέβλεπε την αποστρατικοποίησή τους, πράξη που εξισορροπούσε τα τότε συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή και ιδίως της Σοβιετικής Ένωσης. Το καθεστώς όμως αυτό της αποστρατικοποίησης έχασε κάθε λόγο ύπαρξής του με τη δημιουργία των συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Όλα τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ διατηρούν σήμερα υποχρεωτικά στα εδάφη τους στρατιωτικές μονάδες. Γιατί το δικαίωμα αυτό να μην το έχει η χώρα μας για όλα τα εδάφη της κυριαρχίας της, καθώς ανήκει στο ΝΑΤΟ; Την αλλόκοτη και ασύμβατη αυτή απαίτηση δεν μας την εξηγεί επαρκώς η Τουρκία.
Αφήστε που στην υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 η Τουρκία δεν συμμετείχε, καθώς η Συνθήκη αυτή αφορούσε την παραχώρηση της κυριαρχίας των νησιών μας από την Ιταλία στην Ελλάδα. Και καθώς η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέλος ισχύει γι’ αυτήν ο νομικός κανόνας “res inter alios acta”, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Θαλασσών «μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες» εκτός των συμβαλλομένων. Παρατηρούμε ακόμη ότι αμφισβητεί η Τουρκία την κυριαρχία των μικρότερων νησιών και βραχονησίδων του Δωδεκανησιακού Συμπλέγματος ως μη κατονομαζομένων, ρητά κατ’ αυτήν, στη Συνθήκη των Παρισίων, ενώ γνωρίζει ότι η αναφορά του άρθρου 14 της Συνθήκης στην ονομασία των δεκατεσσάρων μεγαλύτερων απαριθμούμενων νησιών της Δωδεκανήσου περιλαμβάνει και τη φράση «και των παρακείμενων νησίδων», εννοώντας φυσικά (εκ του μείζονος το έλασσον) και τις νησίδες, τις βραχονησίδες και τους βράχους. Η ελληνική πλευρά διευκρίνιζε, μάλιστα, κατά την υπογραφή ότι με τον όρο «παρακείμενες» εννοούνταν οι «υπό ιταλικήν κυριαρχίαν» κατά την είσοδο της Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμφωνία συνυπογραφόταν, πέραν της Ελλάδας και της Ιταλίας, και από άλλα είκοσι κράτη που είχαν πολεμήσει τον ναζισμό και ιταλικό φασισμό. Η Τουρκία ούτε θέση, ούτε λόγο είχε σ’ αυτήν, κατορθώνοντας πάντοτε να είναι ο «επιτήδειος ουδέτερος».
Οι απόψεις για την εθνική κυριαρχία Ελλάδας επί των νησιών του Αιγαίου και ιδιαίτερα των Δωδεκανήσων εδράζονται στους αναμφισβήτητα στέρεους κανόνες της διεθνούς δικαιοταξίας, η οποία κατοχυρώνει πλήρως όλα τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Άλλωστε «ο ιδίω δικαίω χρώμενος, ουδένα αδικεί», δηλαδή, δεν αδικεί άλλον όποιος χρησιμοποιεί ένα (κατοχυρωμένο διεθνώς) δικαίωμά του.