Την εκδήλωση οργάνωσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, παρουσία του Δημάρχου του Λιβόρνο κ. Luca Salvetti, της Πρέσβεως της Ελλάδος στην Ιταλία κ. Ελένης Σουρανή, του Αντιπεριφερειάρχη Τοσκάνης, του Μητροπολίτη Ιταλίας κ. Πολυκάρπου, Αρχόντων της εκκλησίας, της Επίτιμης Προξένου της Ελλάδος στο Λιβόρνο κας Elena Konstantos, ενώ συμμετείχαν οι τοπικές και Περιφερειακές αρχές και πλήθος κόσμου. Τα τελευταία δύο χρόνια υπό την εποπτεία της Γεν. Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας έγιναν όλες εκείνες οι απαραίτητες ενέργειες ώστε το Κοιμητήριο, ένα πραγματικά ανοιχτό μουσείο, να καταστεί εκ νέου επισκέψιμο, ικανοποιώντας πάγιο αίτημα των Ιταλικών αρχών και του Δήμου του Λιβόρνο. Το Ελληνορθόδοξο Κοιμητήριο του Λιβόρνου, ιδρυθέν το 1840, αποτελεί σήμερα τη μοναδική εστία μνήμης του άλλοτε ακμάζοντος ελληνικού στοιχείου της πόλης. Εδώ βρίσκονται τα ταφικά μνημεία των γνωστών οικογενειών, Τοσίτσα, Σκαραμαγκά, Μαυροκορδάτου, Ροδοκανάκη, Μεταξά, Πανά, Πάλλη κι άλλων επιφανών Ελλήνων της Διασποράς. Για το λόγο αυτό η διατήρηση και ανάδειξή τους είναι καθήκον της Ελλάδας και απαιτεί ιδιαίτερη ευαισθησία και φροντίδα. Είναι η πρώτη φορά που δηλώνεται με τον πιο επίσημο τρόπο το ενδιαφέρον και η σημασία που αποδίδει το Ελληνικό Κράτος για το σημαντικό αυτό μνημείο του Παροικιακού Ελληνισμού στην Ιταλική επικράτεια, γεγονός που επισήμαναν τόσο ο Δήμαρχος του Λιβόρνο όσο και οι Αρχαιολογικές περιφερειακές αρχές της Τοσκάνης. Είναι γεγονός ότι το μνημειακό σύνολο αποτέλεσε για αρκετά χρόνια σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ του Ιταλικού κράτους και του Ελληνικού Δημοσίου καθώς εμφάνιζε εικόνα εγκατάλειψης παρότι είχε χαρακτηριστεί από τις Ιταλικές αρχές διατηρητέο μνημείο και ζητείτο επιτακτικά η φροντίδα και η επιμέλεια του χώρου. Σημειώνεται ότι ο χώρος, ως αρχιτεκτονικό σύνολο, ανήκει στη δικαιοδοσία του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας και υπόκειται στις ρυθμίσεις που αφορούν
στη συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας το 1951. Με συντονισμένες προσπάθειες της Διοίκησης του Ελληνικού Ινστιτούτου, της συνδρομής των υπηρεσιών του Ελληνικού ΥΠΠΟΑ και τη συνεργασία των Ιταλικών αρχών έγιναν οι πρώτες σωστικές ενέργειες, ενώ συγχρόνως προετοιμάστηκε ο φάκελος της Τεχνικής Μελέτης για την ανακαίνιση του. Παράλληλα ξεκίνησαν οι προσπάθειες ένταξης του στα Ιστορικά Κοιμητήρια του Συμβουλίου της Ευρώπης με την κατάθεση ολοκληρωμένου φακέλου. Το σύνολο αυτό εκτός από την αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική αξία του έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ελληνισμό της διασποράς. Αρκετοί από τους τάφους
έχουν μεταφερθεί από το παλιό ιδιόκτητο νεκροταφείο της Ελληνικής Κοινότητας, το οποίο είχε οικοδομηθεί το 1776 έξω από την Porta Capuccina, και ανήκουν σε σημαντικά πρόσωπα της ανθηρής Ελληνικής Κοινότητας του Λιβόρνου, τα ονόματα των οποίων συνδέονται με τη ζωή της πόλης του Λιβόρνου και κυρίως με την επανάσταση και την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο ναός, με τις ταφές στο δάπεδό του, μαζί με τους πολύ αξιόλογους εξωτερικούς μαρμάρινους τάφους, αρκετοί από τους οποίους είναι ναόσχημοι με ανάγλυφη διακόσμηση ή φέρουν αγάλματα, αποτελούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό σύνολο, το οποίο ορθά χαρακτηρίστηκε μνημείο της κοινής Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Μετά το πέρας της τελετής ο Γενικός Γραμματέας μεταξύ άλλων δήλωσε: «Το
Ελληνορθόδοξο Κοιμητήριο Λιβόρνου, ένας τόπος ιστορικού και καλλιτεχνικού πλούτου, αξίζει να αναδειχθεί και να αποτελέσει σημείο συνάντησης των δύο χωρών, Ελλάδας και Ιταλίας. Αποτελεί τεκμήριο της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής παρουσίας σε μια ευρωπαϊκή χώρα και την ίδια στιγμή αναπόσπαστο κομμάτι της ιταλικής ιστορίας».