Κι όμως μέσα μου βαθιά ένιωθα και νιώθω πως έχω μιά εκκρεμότητα, μιά ηθική υποχρέωση και συνάμα μιά ανάγκη ψυχής να εκφρασθώ για όσο τον γνώρισα. Να προσθέσω, θα έλεγα, και εγώ την δική μου ανθρώπινη πινελιά στο μεταθανάτιο πορτραίτο του που προέκυψε με τα όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν για το έργο του, είτε από επίσημους φορείς, είτε από ιδιώτες, τιμώντας τον έτσι αρκετά, αν και λόγοις μόνον. Τον Β.Χ. τον γνώρισα σε ώριμη ηλικία. Σαν δικηγόρο δεν τον ήξερα καθόλου και δεν έχω γνώμην επ’ αυτού. Εκείνο που ξέρω μετά βεβαιότητος, είναι το γεγονός πως ανήκε στην κατηγορία των λογίων διαχρονικών πατριωτών και επιφανών ερευνητών- συγγραφέων. Κάθε φορά που κατεβαίναμε στην πόλη, περνούσαμε για την συνηθισμένη καλημέρα και ένα σύντομο διάλειμμα. Σκυμμένος στο γραφείο του, μελετούσε πάσης φύσεως αρχειακές πηγές, ανιχνεύοντας στοιχεία για την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του. Συζητούσαμε πολλά. Τον απασχολούσαν πολλά. Μας εμπιστευόταν πολλά. Θερμός πατριώτης. Καταφερόταν εναντίον των πολιτικών, που τους θεωρούσε υπεύθυνους για την κατάντια και υποθήκευση της πατρίδας μας, αν και δεν τολμούσε «βαλείν μάχαιραν» (οι κλασσικές τοπικές ισορροπίες γαρ το αίτιον). Γνωρίσαμε πολλές πτυχές του χαρακτήρα του. Για παράδειγμα, ένα πρωινό τον βρήκα να συμπληρώνει επιταγή 500 ευρώ για τον σύλλογο
των νεφροπαθών. Τότε κατάλαβα γιατί είχε δημοσιεύσει προ πολλών ετών στον τοπικό τύπο το μακροσκελές ποίημα για τον Ιωάννη τον Ελεήμονα. Εμείς πάντα βιαστικοί και εκείνος να επιμένει «μα καθίστε, βρε παιδιά, να ευχαριστηθώ μια φορά την κουβέντα μαζί σας». Κύριε Χατζηβασιλείου εμείς οι χωρικοί, του απαντούσα, κατεβαίνομε στο άστυ πάντα με ένα χαρτί εκκρεμότητες. Ελάτε στην Αντιμάχεια, να τα πούμε εκτενέστερα. Όπερ και εγένετο. Ένα καλοκαιρινό μεσημέρι (πριν την περιπέτεια του κορωνοϊού) μας ήλθε με τον αγαπητό Νίκο Ιτσινέ. Τους περιποιήθηκα δεόντως υπό την «σκιάν της Βασιλικής Δρυός», όπως συνηθίζω να αποκαλώ, κατά περίπτωσιν, τον δικό μας πρίνο χωρίς βέβαια τις Παπαδιαμαντίστικες προεκτάσεις. Είναι πράγματι πολύ δροσερό σημείο, γιατί συντελεί σ’ αυτό το φυσικό κλιματιστικό, ο αγέρας ‘πο το Λαγκά(δ)ι, ο Αντμαχείτικος Αμαζόνιος, κατά τον αγαπητό μας φίλο Κλεάνθη Νικολαϊδη. Τόσο πολύ ευχαριστήθηκαν και ενθουσιάστηκαν εκείνη την ημέρα, σε σημείο που άρχισε ο Βασίλης (βοηθούντος βέβαια και του ηδύποτου ναξιακού οίνου) να λέει μεγαλοφώνως: Σοφία, το αποφάσισα! Θα κάνομε αλλαγή σπιτιών. Θα σου δώσω το σπίτι της Κω και θα μου δώσεις το σπίτι της Αντιμάχειας. Ήταν πράγματι μια υπέροχη μέρα. Κρίμα που δεν είχαμε την ευκαιρία να την επαναλάβομε. Ένα πρωινό μου λέει επιτακτικά, « Κατερίνα, όλοι γνωρίζομε πως, αν δεν σου τύχαινε το πολύχρονο διακόνημα του Στελάκη, θα είχες ανέλθει την κλίμακα της Πανεπιστημιακής ιεραρχίας όπωσδήποτε. Δεν πειράζει όμως. Είσαι ικανότατη. Και απ΄ό,τι βλέπω με την αρθρογραφία σου είσαι και πολυγραφότατη. Γι΄αυτό, σε παρακαλώ, θέλω να κάνεις μία, σύντομη έστω, παρουσία του τελευταίου βιβλίου μου με τίτλο: “ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ αναδυόμενα μέσα από τον μύθο και την ιστορία» και όπωσδήποτε να ζητήσεις την διανομή του και στα σχολεία μας. Γι’ αυτό το έκανα, κατ’ εντολήν του, όχι αυτοβούλως. Έκτοτε ενισχύθηκε περισσότερο η πνευματική φιλία μας και επλήθυναν οι τηλεφωνικές επικοινωνίες. Όσο για τον σχολιασμό του στο Aegean News μου διευκρίνιζε πάντα, «όταν βλέπεις τα αρχικά Β.Χ. να ξέρεις ότι είμαι εγώ». Με συγκινούσε με τα «εύγε Κατερίνα» ή «ωραία τα λες Κατερίνα, αλλά εις ώτα μη ακουόντων». κ.ά. Εκείνο όμως, που θα είναι για πάντα ανεξίτηλο στην μνήμη και την καρδιά μου, είναι η αντίδρασή του την ημέρα που εξερράγη η βόμβα για την υπόθεση Μανούση. Κάποιος επώνυμος Κώος μου είπε κατά λέξη « μα αυτό, Κατερίνα μου, δεν ήταν βόμβα, ήταν χειροβομβίδα για την αστική κοινωνία της Κω». Οφείλω να ομολογήσω πως, εκείνη την ημέρα ευρισκόμενη εκτός Κω, δέχθηκα πάρα πολλά τηλεφωνήματα αρχής γενομένης από τον αείμνηστο Β.Χ. Τουλάχιστον μία ώρα μου μιλούσε στο κινητό γεμάτος ενθουσιασμό (σημειωτέον ότι εγώ είμαι πάντα τηλεγραφικότατη) για την υπόθεση Μανούση, για την Αποστασία, για όλο το πολιτικό σκηνικό της εποχής, για το τί έγραψε τότε ο Ροδιακός τύπος κ.ά. πολλά επαναλαμβάνοντας
κάθε τόσο το ρεφρέν «ν’ αγιάσει το χεράκι σου που έγραψες ό,τι δεν τολμούσαμε τόσα χρόνια όλοι οι Κώοι». Ας μην επεκταθώ όμως περισσότερο. Η είδηση του θανάτου του μας λύπησε πολύ. Τώρα, άκρα του τάφου σιωπή. Ορφάνεψε η ιστορική γωνιά των τοπικών μας εφημερίδων. Κάθε φορά που έπιανα στα χέρια μου τα τοπικά μας δημοσιογραφικά έντυπα, έψαχνα τί καινούργιο θα μας παρουσιάσει για την ιστορία του τόπου μας. Διερωτώμαι αν θα υπάρξει αντάξιος διάδοχος και συνεχιστής της πατριδολατρείας του και της συγγραφής του. Μας άφησε τεράστιο έργο ως κληρονομιά. Βαριά η παρακαταθήκη του. Διάφορα άρθρα, ποικίλα δημοσιεύματα, ανακοινώσεις σε συνέδρια, ομιλίες, ειδικά μελετήματα και φυσικά την κορωνίδα όλων, την ογκωδέστατη Ιστορία της Κω. Ποιά θα είναι η αμοιβή – τιμή της ιδιαίτερης πατρίδας του; Οφείλω να προσθέσω εδώ ότι οι απέναντι γείτονες της αρχαίας Αλικαρνασσού επαίρονται με τεράστιους ανδριάντες για τον δικό μας Ηρόδοτο, ως πατέρα της Ιστορίας, αποφεύγοντας βέβαια τον σωστό προσδιορισμό, της Ελληνικής Ιστορίας. Ο Βασίλης Χατζηβασιλέιου δεν είναι φυσικά πατήρ της γενικότερης Ελληνικής ιστορίας, αλλά της Κωακής είναι. Βέβαια δεν άφησε άμεσους απογόνους για να επαιτούν και να επιβάλλουν δικτατορικά τιμητικές πλάκες χωρίς την λαϊκή βούληση. Αν τιμηθεί, έχει καλώς. Αν όχι, τουλάχιστον θα έχει κερδίσει, έστω και νεκρός, την αξιοπρέπειά του. Χαίρε Βασίλειε
Κατερίνα Παπαθωμά - Μαστοροπούλου
Φιλόλογος – Αρχαιολόγος
Λέκτωρ Κλασσικής Φιλολογίας Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών