Κοινωνία Δευ 3 Ιουν 2019

...Μα πιο πολύ θέλουμε για τους άλλους

βάλαμε τη δύναμή μας στη μάχη

ν’ ανάψουν τα πολύφωτα στα χείλη

 

Είμαστε αγωνιστές

κάποτε απλοϊκοί σαν παιδιά

πάντα αδιάλλαχτοι, σαν έφηβοι.

 

Μανώλης Φουρτούνης,

Καρτ ποστάλ από την εξορία VII

 

Στις 30.05.2019 μια κλήση στο κινητό. Το όνομα κι ο αριθμός τηλεφώνου, με έβαλαν αμέσως σε υποψία. Στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ο Γιώργος, ο γιός του Μανώλη Φουρτούνη: γειά σου Σκεύο χάσαμε τον Μανώλη, έφυγε ο Μανώλης. Σοκ και θλίψη, ανείπωτη θλίψη.

Ο Μανώλης Φουρτούνης, το Μαλωλάκι του Φουρτούνη και της Φουρτούνενας, ο αντιστασιακός, ο διανοούμενος, ο ποιητής, ο άνθρωπος με το ωραίο του χαμόγελο και την σχεδόν υπερβολική του σεμνότητα, έφυγε από κοντά μας. 

Γεννημένος στο χωριό Κέφαλος της Κω  στις 3 Οκτωβρίου του 1926, που, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, τελούσε υπό ιταλική κατοχή. Ο Μανώλης Φουρτούνης διδάχτηκε ιταλικά, που τ’ αξιοποίησε στη συνέχεια μεταφράζοντας για βιοπορισμό και, το κυριότερο, για λογαριασμό της „Επιθεώρησης Τέχνης“ και αργότερα στην „Ελευθεροτυπία“.

Αρχές της δεκαετίας του 1950. Στο χωριό Κέφαλος κυκλοφορούν από τους δεξιούς εθνικόφρονες, φήμες και ιστορίες για σημεία και τέρατα για τους Κουμουνιστές, τους Εαμίτες (ή Αμίτες στη διάλεκτο του χωριού). Για άγριες σφαγές, για κονσερβοκούτια, για αδίστακτους Ανθέλληνες και άλλα τρομακτικά. Ειδικά για τον Μανώλη οι αφηγήσεις του προσέδιδαν κάτι μεταξύ υπεράνθρωπου και ιδιαίτερα σκληρού, επίμονου και αμετανόητου κουμουνιστή. Έτσι διηγούνταν ότι: Όταν τον βασάνιζαν τον ρωτούσαν αν είναι Έλληνας ή Αμίτης και αυτός απαντούσε Αμίτης.  „Ε, τότε καλά του κάνουνε“. Επειδή δεν τον είχα δει ποτέ μέχρι τότε, αφού ήταν εξορία, στην παιδική μου φαντασία ήταν κάτι σαν Δράκος, θεριό δυο μέτρα και βάλε, με μεγάλα δόντια και νύχια που κατασπάραζε ανθρώπους. Τις νύχτες στο σκοτάδι και ειδικά το χειμώνα φοβόμασταν μη συναντήσουμε κανένα κουμουνιστή και ειδικά το Μαλωλάκι του Φουρτούνη.

Στις 16 Νοεμβρίου του 1952 έχουμε εκλογές. Στον αυλόγυρο του Δημοτικού Σχολείου συγκεντρωμένος κόσμος για να ψηφίσει. Προεστοί, παπάδες, χωροφύλακες, δραγάτες και κομματάρχες εθνικόφρονες μοιράζουν σταυρωμένα ψηφοδέλτια, „συμβουλεύουν“ τον κόσμο να ψηφίσει „σωστά και εθνικά “ για το καλό του, βεβαίως. Εγώ, πολύ μικρός τότε, στέκομαι στο πλατύσκαλο του σχολείου και περιεργάζομαι τα τεκταινόμενα χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τι ακριβώς γίνεται και γιατί.

Ξάφνου έρχεται με ταχύτητα ένα στρατιωτικό τζιπ και σταματά στην είσοδο της αυλής. Δυο φαντάροι κρατούν όπλα με ξιφολόγχες στα χέρια προτεταμένα και σπρώχνουν έναν μικροκαμωμένο άνδρα που φοράει χειροπέδες. Κοντοστέκεται δίπλα μου, φαίνεται σαστισμένος όταν όλα τα βλέμματα πέφτουν απάνω του. Άκρα σιωπή, ψιθυριστά σχόλια και αμέσως μετά δυνατές φωνές, κραυγές και κλάματα ακούγονται στο στενό δρόμο που οδηγεί κάθετα στην αυλή του σχολείου, αντιλαλούν μέσα στο σοκάκι σπάζοντας τη σιωπή: „Μανώλη μου, Μαλωλάκι μου, παιδί μου, σπλάχνο μου. Καταραμένοι νάναι“. Η Μάνα του Μανώλη, η Κυρά-Φουρτούνενα έμαθε τα μαντάτα και τρέχει ξεμαλλιασμένη τραβώντας τα μαλλιά της και κτυπώντας το στήθος της ορμά να αγκαλιάσει το Μανώλη. Ένας φαντάρος την χτυπά με τον υποκόπανο και πέφτει κάτω λιπόθυμη. Οι φαντάροι σπρώχνουν το Μανώλη να πάει να ψηφίσει.

Η συγκλονιστική αυτή σκηνή, οι σπαραγμοί και ο αβάσταχτος πόνος της μάνας, ο εξευτελισμός ενός ανθρώπου, οι χειροπέδες, η απάθεια των παρευρισκόμενων, η απομυθοποίηση του „Δράκου“ με συνόδευαν ως ερινύες  χρόνια μετά και με συνοδεύουν ακόμη, με σημάδεψαν κυριολεκτικά. Πόσο θα ήθελα ως τετράχρονος να είχα φωνάξει αφήστε τον δεν είναι Δράκος!

Ήθελα οπωσδήποτε να γνωρίσω το Μανώλη από κοντά.

Το 1974, όταν βγήκε η εφημερίδα „Ελευθεροτυπία“ ήμουν ήδη στη Γερμανία. Διαβάζοντας το πρώτο φύλλο πρόσεξα ένα όνομα στους συνεργάτες που μου φάνηκε γνωστό: Μανώλης Φουρτούνης.

Με το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα συνάντησα τον Μανώλη και τη Στέλλα στο σπίτι τους στην Αθήνα. Η μεγάλη μου επιθυμία εκπληρώθηκε. Εδώ πιά διαπίστωσα τελεσίδικα ότι δεν είναι ανθρωποφάγος. Έκτοτε είχαμε συχνή επαφή και ιδιαίτερα τα καλοκαίρια στην αγαπημένη του Κέφαλο, στο Μουσώνο, στο Καμάρι.

Σε μια από τις πολλές συναντήσεις μας μου εκμυστηρεύτηκε μια συγκλονιστική ιστορία που πιστεύω ότι σημάδεψε την μετέπειτα πορεία και ζωή του.

Στο μπακάλικο του πατέρα του, του Γερο-Φουρτούνη, σύχναζαν, αρχές της δεκαετίας του 1940, για ψώνια Ιταλοί και Γερμανοί φαντάροι και ο Μανώλης έκανε το διερμηνέα. Δυο Γερμανοί φαντάροι ο Rudi και ο Herbert του έλεγαν „περίεργα πράγματα“. „Πες στους χωριανούς να κρύψουν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια γιατί αύριο θα έρθουμε να τα επιτάξουμε για να μεταφέρουμε πολεμοφόδια. Ο Μανώλης γελά και τους λέει „που να τα κρύψουν εξάλλου γκαρίζουν και θα τα ακούσουν“. Ο Rudi του λέει: „Manolis du bist dumm (Μανώλη είσαι βλάκας), αυτό που έχει σημασία δεν είναι να μην τα βρούμε, το σημαντικό είναι να κάνετε αντίσταση. Είμαστε κατακτητές, το κατάλαβες; “

Συνεχώς προσπαθούσαν να επηρεάσουν τον Μανώλη. Μια μέρα ο Rudi του λέει: „Manolis ich bin Kommusnist (Μανώλη εγώ είμαι κουμουνιστής). Ο Μανώλης γελάει όταν μου λέει και προσθέτει: Εκείνη την ώρα σκέφτηκα μέσα μου δεν φτάνει που είσαι Γερμανός, είσαι και κουμουνιστής; “

Λίγες μέρες μετά στην επίθεση που έγινε στο φυλάκιο των Γερμανών στο βουνό Λάθρα από Εγγλέζους και Έλληνες σκοτώθηκε ο Rudi και όλοι οι υπόλοιποι εκτός από τον Herbert που βαριά τραυματισμένος έκανε τον πεθαμένο και γλύτωσε. Πήγε στο Μανώλη και του λέει: „Μανώλη χάσαμε το Rudi και το κακό δεν είναι ότι σκοτώθηκε, αλλά το ό,τι τον σκότωσαν ως φασίστα! “

Προσπάθησα πολλές φορές να του πάρω συνέντευξη, να μου αφηγηθεί λεπτομερώς τα βιώματα και τις εμπειρίες του και γενικά την κοινωνική και πολιτική κατάσταση ειδικά στην Κέφαλο. Δυστυχώς δεν κατάφερα να τον πείσω: „Τι το ιδιαίτερο έκανα που αξίζει να το αφηγηθώ! Άλλοι έκανα πολύ πιο πολλά, έχασαν και τη ζωή τους. Εγώ ζω ακόμη.“

Μανώλη ακριβέ μου φίλε θα σε θυμάμαι σαν αγωνιστή, κάποτε απλοϊκό και χαμογελαστό σαν παιδί, αλλά πάντα αδιάλλαχτο, σαν έφηβο. Καλό κατευόδιο.

Καρτ ποστάλ από την εξορία

Μανώλης Φουρτούνης

VII

Ω τίποτα, εμείς που ονειρευόμαστε

έναν ήλιο ζεστό στην αγκαλιά μας

που αυτήν εδώ τη στιγμή έχουμε μια σκέψη

που οι κάλτσες μας είναι τρύπιες

το κολλάρο του πουκάμισου λερωμένο

που ανησυχούμε για τον καιρό…

Αυτήν εδώ τη στιγμή ας ήταν να μην κρυώνουμε

ας ήταν να μην πεινούσαμε

ας ήταν να μην έπεφταν βαριά τα χέρια μας.

Νάχεις ένα σκονισμένο δρόμο μπροστά σου

μια παρέα με αγόρια και κορίτσια

έτσι να χαμογελάς λίγο ηλίθια, λίγο καταφρονεμένα

και να κρατάς το χέρι της.

Σα νάχεις την προστασία των μικρών φυτών

Ένα παράθυρο

με τη σκιά των δένδρων στις κουρτίνες

ένα τραπέζι

ένα τσιγάρο…

Όχι να πεις πως είμαστε τίποτα μικροαστοί…

αλλά

μια καλημέρα

μια νύχτα χωρίς κανονισμό

να ξαπλώνεις σε μια πολυθρόνα

και να διαβάζεις στίχους ή οικονομία, αδιάφορο

νάσαι άρρωστος και νάχεις ένα προσκέφαλο…

Μα πιο πολύ θέλουμε για τους άλλους

βάλαμε τη δύναμή μας στη μάχη

ν’ ανάψουν τα πολύφωτα στα χείλη

Είμαστε αγωνιστές

κάποτε απλοϊκοί σαν παιδιά

πάντα αδιάλλαχτοι, σαν έφηβοι.

 

Σκεύος Παπαϊωάννου

Κάσελ Γερμανίας 30.05.2019

 

Zogas_dimitris