Ο τουρισμός μας περνάει μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην «ιστορία» του με επιπτώσεις στους ξενοδόχους, στις εξω-ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, αλλά και στους εργαζόμενους. Ο «Σ» απευθύνθηκε στη νομικό σύμβουλο της Ένωσης Ξενοδόχων Κω Διόνη Βασιλείου – Πουλιού, προκειμένου να απαντηθούν ερωτήματα όπως, ποια η ευθύνη του ξενοδόχου σε περίπτωση που πελάτης του νοσήσει από τον covid19, τι ισχύει με τις αποζημιώσεις για ακυρώσεις σε ξενοδοχεία και καταλύματα, με τα voucher, με τα μέτρα και τα υγειονομικά πρωτόκολλα, εάν δηλαδή, κατά την άποψή της είναι ρεαλιστικά ή ουτοπικά στην εφαρμογή τους τόσο για την επιχείρηση όσο και για τους εργαζόμενους, ποια είναι τα βασικά προβλήματα της ξενοδοχίας στην Ελλάδα, ποια των εργαζόμενων σε αυτά και πώς επιλύονται και τέλος, τι σημαίνει «αυστηροποίηση» του κανονισμού προστασίας δεδομένων.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ερ: Κυρία Βασιλείου – Πουλιού, η βαριά μας βιομηχανία, όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε τον τουρισμός μας, περνάει μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην «ιστορία» του με επιπτώσεις στους ξενοδόχους, στις εξω-ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, αλλά και στους εργαζόμενους. Πείτε μου κατ’ αρχάς, ποια η ευθύνη του ξενοδόχου σε περίπτωση που πελάτης του νοσήσει από τον covid19 κατά τη διάρκεια των διακοπών του; Ποια τα «όπλα» του απέναντι στην «απειλή»;
Απ: Η επανεκκίνηση του τουρισμού συνοδεύεται αναμφίβολα από έντονη αγωνία για την «επόμενη ημέρα». Τα ερωτήματα που τίθενται στο πλαίσιο επαναλειτουργίας των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων είναι πολλαπλά, και σαφώς ένα από τα θέματα που προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία αφορά στο ενδεχόμενο νομικής ευθύνης του ξενοδόχου σε περίπτωση που πελάτης νοσήσει από τον κορωνοϊό Covid-19 κατά τη διάρκεια της διαμονής του στις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις του. Σε απάντηση λοιπόν του ερωτήματος αυτού, θα ήθελα να αναφέρω τα εξής:
Ήδη με ειδική νομοθετική διάταξη (άρθρο 60 του ν. 4688/2020) προβλέπεται ο περιορισμός της αστικής ευθύνης του ξενοδόχου και εισάγονται ειδικότερες ρυθμίσεις αναφορικά με το βάρος απόδειξης. Η εν λόγω διάταξη ορίζει πως «Αστική ευθύνη των τουριστικών επιχειρήσεων, έναντι οποιουδήποτε προσώπου, σχετιζόμενη αμέσως ή εμμέσως με τον κορωνοϊό Covid-19, δεν προκύπτει, σε περίπτωση κατά την οποία, οι τουριστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τους όρους των ειδικών πρωτοκόλλων υγειονομικού περιεχομένου του παρόντος. Ο ζημιωθείς φέρει το βάρος αποδείξεως της ζημίας που υπέστη και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μη προσήκουσας εφαρμογής των όρων των ειδικών πρωτοκόλλων υγειονομικού περιεχομένου του παρόντος και της ζημίας.». Σε εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, για να θεμελιωθεί αστική ευθύνη του ξενοδόχου και συνεπώς υποχρέωση αποζημίωσης του πελάτη πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Υπαίτια παράνομη συμπεριφορά – δηλαδή ο ξενοδόχος υπαιτίως να μην τήρησε τα ειδικά πρωτόκολλα υγειονομικού περιεχομένου, ζημία – η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι ο πελάτης νόσησε από Covid-19, και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης ενέργειας και της ζημίας – δηλαδή να αποδειχθεί ότι συνεπεία της μη τήρησης των υγειονομικών αυτών πρωτοκόλλων ο πελάτης να νόσησε από τον ιό.
Σύμφωνα με την ειδική νομοθετική διάταξη, το βάρος απόδειξης μετακυλίεται στον πελάτη, ο οποίος είναι κι αυτός που φέρει το βάρος να αποδείξει όχι μόνο την ύπαρξη της ζημίας αλλά και ότι η ζημία αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του ξενοδόχου (ή του προσωπικού του).
Πρόκειται για μία διάταξη η οποία επιχειρεί να προστατεύσει τον ξενοδόχο από τυχόν κακόβουλες και ενδεχομένως και συστηματικές τακτικές επισκεπτών που μέσω αγωγών επιχειρούν να λάβουν υψηλές αποζημιώσεις από τις τουριστικές επιχειρήσεις, δεν καλύπτει όμως το σύνολο των περιπτώσεων που δύναται να συναντήσουμε στο πλαίσιο της συνήθους ξενοδοχειακής πρακτικής. Κι αυτό διότι, κατά κανόνα, ο πελάτης δεν συμβάλλεται απευθείας με τον ξενοδόχο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο ξενοδόχος έχει υπογράψει συμβόλαιο με τουριστικούς πράκτορες, οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν υπογράψει μία ταξιδιωτική σύμβαση με τον πελάτη. Πρόκειται λοιπόν για μία τριμερή σχέση μεταξύ ξενοδόχου – τουριστικού πράκτορα και πελάτη, στην οποία ξενοδόχος και πελάτης δεν έχουν άμεση συμβατική σχέση.
Για να τύχει λοιπόν εφαρμογής η παραπάνω ειδική διάταξη, πρέπει το δίκαιο που θα εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη διαφορά (αξίωση αποζημίωσης) να είναι το ελληνικό. Τέτοια μπορεί να είναι η περίπτωση που ο πελάτης στρέφεται απευθείας κατά του ξενοδόχου. Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι αν μπορεί να προκύψει αστική ευθύνη του ξενοδόχου στο πλαίσιο της ξενοδοχειακής σύμβασης. Διευκρινίζω πως στο πλαίσιο της ξενοδοχειακής σύμβασης, τυχόν αποζημίωση θα έρθει να αναζητηθεί αναγωγικά από τον τουριστικό πράκτορα με τον οποίο ο ξενοδόχος έχει συμβληθεί. Σημαντικό στοιχείο εν προκειμένω αποτελούν οι επιμέρους όροι της ξενοδοχειακής σύμβασης. Δύναται για παράδειγμα η σύμβαση να αναφέρει πως το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα μέρη αφορά σε διαφορές που ανακύπτουν τόσο στο πλαίσιο της σύμβασης (ενδοσυμβατική ευθύνη) όσο και εξωσυμβατικά. Πολλά είναι τα ξενοδοχεία που έχουν λάβει τροποποιήσεις των ξενοδοχειακών συμβάσεων, με τις οποίες εντάσσονται στην ισχύουσα σύμβαση υποχρεώσεις τήρησης των υγειονομικών πρωτοκόλλων προς αποφυγήν διασποράς του Covid-19 σε πελάτες του ξενοδοχείου. Ενδέχεται λοιπόν, να είναι δυνατή στο πλαίσιο αυτό και τυχόν ενδοσυμβατική ευθύνη του ξενοδόχου σε περίπτωση μη προσήκουσας τήρησης των υγειονομικών πρωτοκόλλων, η εφαρμογή των οποίων ορίζεται ως υποχρέωση του ξενοδόχου στη σύμβαση. Εάν λοιπόν για τις διαφορές αυτές ως εφαρμοστέο έχει οριστεί το ελληνικό, η παραπάνω νομοθετική διάταξη θα εφαρμοστεί. Σε περίπτωση όμως που τα μέρη έχουν επιλέξει κάποιο αλλοδαπό δίκαιο, η ελληνική διάταξη για να τύχει εφαρμογής θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπερισχύουσα διάταξη αναγκαστικού δικαίου», δηλαδή διάταξη η οποία θα εφαρμοστεί ανεξαρτήτως του δικαίου που έχει επιλεγεί στη σύμβαση.
Πρόκειται για ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να έχουν σαφή απάντηση. Εξαρτάται και από την ίδια τη σύμβαση αλλά και από το δικαστήριο που θα επιληφθεί τη συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν μπορεί να υπάρξει προσέγγιση “one size fits it all - η συγκεκριμένη δηλαδή ειδική διάταξη δεν μπορεί να καλύπτει οποιεσδήποτε περιπτώσεις νομικής ευθύνης του ξενοδόχου απέναντι στους πελάτες. Κάθε λοιπόν περίπτωση αξίωσης αποζημίωσης θα εξεταστεί ξεχωριστά και μεμονωμένα (ad hoc) με βάσει τα επιμέρους δεδομένα.
Σε κάθε όμως ενδεχόμενο νομικής ευθύνης του ξενοδόχου, η επιμελής και προσήκουσα τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων είναι το μεγαλύτερο «όπλο» του σε τυχόν αξιώσεις αποζημίωσης. Για να απαντήσω λοιπόν το δεύτερο ερώτημά σας, πρωταρχικό μέλημα των τουριστικών επιχειρήσεων πρέπει να είναι η ορθή εφαρμογή των μέτρων αυτών η οποία για να επιτευχθεί πρέπει να συνοδεύεται από σχετικές ενημερώσεις και εκπαιδεύσεις του προσωπικού. Πέραν όμως αυτού, θα ήθελα να σημειώσω τα ακόλουθα:
(α) Επειδή γίνεται ιδιαίτερα έντονη η συζήτηση για τις φόρμες αποποίησης ευθύνης, θα ήθελα να τονίσω πως μία τέτοια λύση δεν κρίνω πως θα ήταν αποτελεσματική. Αφενός από πλευράς ελληνικού δικαίου μία τέτοια φόρμα θα κρινόταν άκυρη, καθώς πρόκειται για μία μονομερή δήλωση αποποίησης και όχι για κάποια συμφωνία στο πλαίσιο μίας σύμβασης, και αφετέρου από πλευράς αλλοδαπού δικαίου πιθανότατα μία τέτοια δήλωση να κριθεί επίσης άκυρη ή/ και καταχρηστική. Αντ’ αυτού, θα πρότεινα ο ξενοδόχος να γνωστοποιεί στον πελάτη μέσω του δελτίου άφιξης (registration form) ότι τηρεί τα υγειονομικά πρωτόκολλα τα οποία θεσπίστηκαν με την Υ.Α. 1881/ 29.05.2020 και να καλεί τον πελάτη να τηρήσει από την πλευρά του τα μέτρα ατομικής προστασίας καθόλη τη διαμονή του στις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις.
(β) Κατά κανόνα οι ξενοδοχειακές συμβάσεις είναι ακριβόχρονης εκπλήρωσης, δηλαδή ο ξενοδόχος καλείται να παρέχει τις υπηρεσίες του σε πελάτες σε ορισμένες ημερομηνίες. Η πανδημία οδήγησε τον ξενοδόχο σε αδυναμία παροχής (κλειστά ξενοδοχεία) αλλά πρέπει να δούμε και τον αντίκτυπο σε συνέχεια αυτών. Ο ξενοδόχος πλέον καλείται να παρέχει τις υπηρεσίες του με ιδιαίτερο υψηλό κόστος και ενδεχομένως σε πολύ μικρότερη τιμή προκειμένου να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους επισκέπτες. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως η παροχή γίνεται δυσχερέστερη για τον ξενοδόχο και γι’ αυτόν τον λόγο γίνεται ιδιαίτερη συζήτηση περί βιωσιμότητας των τουριστικών επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρότεινα να επανεξεταστούν οι συμβάσεις και να συμπεριληφθούν όροι, οι οποίοι θα δίνουν τη δυνατότητα στον ξενοδόχο να επαναδιαπραγματευτεί ή/ και να λύσει την ξενοδοχειακή εάν συνεπεία ενός γεγονότος που εκφεύγει της σφαίρας επιρροής του η παροχή των τουριστικών υπηρεσιών του καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής.
(γ) Οι διατάξεις, οι οποίες φαίνεται πως επανέρχονται στο προσκήνιο λόγω συνθηκών είναι αυτές των άρθρων 8 παρ. 1 (β) και 21 του Κανονισμού ΕΟΤ σχέσεων ξενοδόχων – πελατών, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σύμφωνα με τις οποίες ο ξενοδόχος έχει δικαίωμα καταγγελίας και αποζημίωσης επί μολυσματικής νόσου πελάτη, για όσες δαπάνες υπέστη ο ξενοδόχος συνεπεία του συμβάντος. Δεν σημαίνει βέβαια πως η διάταξη αυτή είναι απόλυτη – εξαρτάται από τα επιμέρους δεδομένα κάθε διαφοράς, τα οποία θα μας βοηθήσουν να κρίνουμε εάν μία τέτοια διάταξη θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής και να προστατεύσει σε έναν βαθμό και τον ξενοδόχο.
Ερ: Με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, δίνεται η δυνατότητα στην κάθε τουριστική επιχείρηση να προσφέρει στον πελάτη της αντί της επιστροφής χρημάτων ισόποσο πιστωτικό σημείωμα ισχύος δεκαοκτώ μηνών (voucher) από την ημερομηνία έκδοσής του. Τι σημαίνει αυτό;
Απ: Μέχρι και πριν την από 13.04.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 84/ 13.04.2020), αξίζει να σημειωθεί ότι ένα σημαντικό μέρος των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων προέβαινε ιδία πρωτοβουλία σε μαζικές επιστροφές προκαταβολών ανεξαρτήτως του είδους της κράτησης (flexible, non-refundable) που ακυρωνόταν. Αντιλαμβάνεστε πως μία τέτοια ενέργεια αναμφίβολα ζημίωνε τις επιχειρήσεις, οι οποίες όμως επιχείρησαν ακόμη κι εκείνη τη στιγμή να διαφυλάξουν το τοπικό τουριστικό προϊόν και να ικανοποιήσουν σχετικά αιτήματα πελατών, πολλοί από τους οποίους ήταν επαναλαμβανόμενοι πελάτες.
Με την ανωτέρω λοιπόν ΠΝΠ, δόθηκε η δυνατότητα έκδοσης πιστωτικών σημειωμάτων (vouchers) στους ξενοδόχους αντί της άμεσης επιστροφής προκαταβολών που έχουν λάβει. Πρόκειται για μία σημαντική ρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στην τόνωση της ρευστότητας των ξενοδόχων μέσω της παρακράτησης προκαταβληθέντων ποσών για δεκαοκτώ (18) μήνες αντί έκδοσης πιστωτικού σημειώματος. Χωρίς αυτή τη νομοθετική πρωτοβουλία οι ξενοδόχοι θα υποχρεούνταν σε μαζική επιστροφή χρηματικών ποσών, τα οποία ως επί τω πλείστω θα είχαν ήδη αποδοθεί για την κάλυψη λοιπών τρεχουσών υποχρεώσεων. Η έκτακτη βέβαια αυτή ρύθμιση έχει συγκεκριμένο χρονικό πεδίο εφαρμογής. Συγκεκριμένα, ο ξενοδόχος πρέπει εντός αποσβεστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την καταγγελία της σύμβασης ή από την έκδοση της εν λόγω διάταξης να ασκήσει το δικαίωμά του για έκδοση πιστωτικών σημειωμάτων με έγγραφη δήλωση βούλησης. Τυχόν μη άσκηση του δικαιώματος αυτού από τον ξενοδόχο εντός της ανωτέρω προθεσμίας συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος αυτού. Επί της ουσίας, ο νομοθέτης με τη ρύθμιση αυτή εμποδίζει τη λύση των συμβάσεων. Δυνάμει της ρύθμισης αυτής, τα μέρη υποχρεούνται σε αναδιαπραγμάτευση της σύμβασης (σύναψη νέας σύμβασης κατά τον νόμο), η οποία εάν δεν ευοδωθεί εντός των δεκαοκτώ (18) μηνών, υποχρεώνει τον ξενοδόχο σε επιστροφή της παρακρατηθείσας προκαταβολής ατόκως, δηλαδή με το πέρας της περιόδου αυτής ο ξενοδόχους υποχρεούται να επιστρέψει ισόποσο με το πιστωτικό σημείωμα ποσό.
Ερ: Θα ήθελα το σχόλιό σας σχετικά με τα μέτρα και τα υγειονομικά πρωτόκολλα για την ξενοδοχία ελέω covid 19. Πόσο ρεαλιστικά ή ουτοπικά είναι στην εφαρμογή τους τόσο για την επιχείρηση όσο και για τους εργαζόμενους;
Απ: Διανύουμε, όπως προανέφερα, μία πρωτοφανή υγειονομική κρίση, η αντιμετώπιση της οποίας χρήζει λήψης υγειονομικών πρωτοκόλλων που θα περιορίζουν τη διασπορά του ιού. Τα μέτρα αυτά είναι στη σωστή κατεύθυνση, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από τη διασφάλιση της υγείας τόσο των εργαζομένων όσων και των επισκεπτών των τουριστικών εγκαταστάσεων. Δεν παύουν όμως, τα υγειονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί τόσο για τα τουριστικά καταλύματα όσο και για τους χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος να είναι αυστηρά, ποικίλα και σε μεγάλο βαθμό πολύπλοκα. Η πολυπλοκότητα αυτή των μέτρων είναι αυτή που δυσχεραίνει και την προσήκουσα εφαρμογή τους στο σύνολό τους από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Ωστόσο, θα πρέπει τα πρωτόκολλα αυτά να τηρηθούν από τους επιχειρηματίες όσον το δυνατόν στο ακέραιο. Ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας και μόνο εμπνέοντας εμπιστοσύνη και ενισχύοντας το κλίμα υγειονομικής ασφάλειας που πρέπει να συνοδεύει το ελληνικό τουριστικό προϊόν στο παγκόσμιο τουριστικό γίγνεσθαι, θα μπορέσει ο τουρισμός να επανακάμψει και να σταθεί στη δύσκολη αυτή συγκυρία.
Ερ: Ποια θεωρείτε ότι είναι τα βασικά προβλήματα της ξενοδοχίας στην Ελλάδα;
Απ: Πέραν των προβλημάτων που λόγω των συνθηκών είναι φλέγοντα και άπτονται της αστικής ευθύνης ή/ και ενδοσυμβατικής ευθύνης (όπως αναλύθηκε ανωτέρω), της επαναδιαπραγμάτευσης ξενοδοχειακών συμβάσεων κ.ο.κ.,, υπάρχουν ζητήματα τα οποία βασανίζουν διαχρονικά τον ξενοδοχειακό κλάδο. Οι τουριστικές επιχειρήσεις διαχρονικά έρχονται αντιμέτωπες με υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές, με δημοτικά τέλη, τα οποία δεν κρίνονται αναλογικά της ξενοδοχειακής εγκατάστασης, καθώς και με μεγάλες δαπάνες που καταβάλλονται για πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα. Σε όλα αυτά συνηγορεί το γεγονός πως η τουριστική νομοθεσία είναι δαιδαλώδης και σε πολλές περιπτώσεις ασαφής. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί η έλλειψη ενός ειδικού χωροταξικού νομοσχεδίου που θα έδινε σαφείς απαντήσεις στην δυνατότητα εκμετάλλευσης εκτάσεων από τις τουριστικές επιχειρήσεις με παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον, λόγω της δεκαετούς εθνικής οικονομικής κρίσης, δεν είναι λίγες οι τουριστικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα ενημερότητας στις δανειακές τους υποχρεώσεις, η διαχείριση των οποίων στην πλειονότητά τους βρίσκεται πλέον υπό τον έλεγχο εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως το τουριστικό προϊόν είναι ιδιαίτερα ευάλωτο. Ο ελληνικός τουρισμός είναι από τα σημαντικότερα ελληνικά «εξαγώγιμα» προϊόντα και τυχόν εθνικά ή/ και διεθνή ζητήματα δύναται να κλονίσουν σημαντικά τον ξενοδοχειακό κλάδο εν γένει αλλά και τη βιωσιμότητα κάθε επιμέρους τουριστικής επιχείρησης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντική η νομοθετική πρωτοβουλία που θα συνδράμει στην ορθή λειτουργία των τουριστικών επιχειρήσεων αλλά και την ελάφρυνση αυτών, λαμβάνοντας υπόψη ότι καθ’ όλη τη δεκαετή οικονομική κρίση ο τουριστικός κλάδος «έβαλε πλάτες» για να διασφαλίσει τόσο την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος όσο και την εθνική οικονομία.
Ερ: Κυρία Βασιλείου – Πουλιού, με δεδομένο ότι, οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία είναι το «Α και το Ω» για τον τουρισμό, ποια εκτιμάτε πως είναι τα δικά τους βασικά προβλήματα και πώς δύναται αυτά να επιλυθούν;
Απ: Τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο τουριστικών φορέων γίνεται μία προσπάθεια ενίσχυσης και στήριξης των εργαζομένων, η οποία σε γενικές γραμμές φαίνεται να είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού τουρισμού, παρά τις δυσκολίες που ενέχει η επαναλειτουργία των επιχειρήσεων, θα ανοίξει τις τουριστικές εγκαταστάσεις του, προσδοκώντας σε ελάχιστο ή και μηδενικό κέρδος, προκειμένου να στηρίξει το εργατικό δυναμικό, το οποίο στην πλειονότητα των περιπτώσεων απασχολείται χρόνια σε αυτές. Σκοπός είναι να απασχοληθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων.
Στο πλαίσιο αυτό, η τοποθέτηση της Πρόεδρου της Ένωσης Ξενοδόχων Κω, κας Σβύνου, που έγινε σε συνάντηση με τους ξενοδοχοϋπαλλήλους προ ολίγων ημερών, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. Σύμφωνα και με την ίδια, το πρόσωπο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων είναι το ίδιο το πρόσωπο του εργαζομένου και βάσει αυτού πιστεύω πως θα γίνει μία αμοιβαία προσπάθεια να εξευρεθούν αποτελεσματικές λύσεις που θα εξυπηρετούν και τις δύο πλευρές.
Ερ: Ένα τελευταίο ερώτημα. Διαπιστώνουμε μια «αυστηροποίηση» του κανονισμού προστασίας δεδομένων. Ποιος ο λόγος αφενός, αφετέρου, πείτε μου πώς αυτός ο κανονισμός «εφαρμόζεται» στα ξενοδοχεία;
Απ: Θα ήθελα να διευκρινίσω πως δεν πρόκειται για «αυστηροποίηση». Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 για την Προστασία Δεδομένων παραμένει σε ισχύ ως έχει ήδη από το έτος 2018, όταν και τέθηκε σε εφαρμογή, αλλά αξίζει να σημειωθεί το εξής. Η υγειονομική κρίση έχει φέρει στο προσκήνιο ζητήματα, τα οποία χρήζουν άλλης μεταχείρισης και τα οποία πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα αυτής της νέας πραγματικότητας. Για παράδειγμα θα αναφέρω πως μέχρι πρότινος τα ξενοδοχεία επεξεργάζονταν προσωπικά δεδομένα πελατών επί τη βάσει μίας συμβατικής ή νομικής υποχρέωσης του ξενοδόχου προς τούτο. Πλέον ο ξενοδόχος επεξεργάζεται προσωπικά δεδομένα πελατών και για λόγους δημοσίας υγείας. Λόγω των πρωτόγνωρων αυτών συνθηκών, το σύνολο των ευρωπαϊκών αρχών προστασίας δεδομένων έχουν προβεί στην έκδοση κατευθυντηρίων γραμμών για τη νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εν μέσω κορωνοϊού.
Στο πλαίσιο συμμόρφωσης να αναφέρω συνοπτικά πως χρήζει η διαμόρφωση εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών, η ενημέρωση πελατών και αντισυμβαλλόμενων, η υπογραφή συμβάσεων περί προστασίας δεδομένων όσων έχουν πρόσβαση στα δεδομένα της εταιρείας. Αυτές οι ενέργειες αποτελούν μόνο ένα μέρος όσων ο ξενοδόχος καλείται να κάνει στο πλαίσιο συμμόρφωσής του. Αντιλαμβάνεστε πως διαδικασία συμμόρφωσης με τον Κανονισμό είναι μία χρονοβόρος διαδικασία. Δεν πρόκειται απλώς για σύνταξη μίας πολιτικής, η οποία από μόνη της διασφαλίζει τη συμμόρφωση αυτή. Αναλογιστείτε πως η σύνταξη των όποιων εγγράφων από την πλευρά του ξενοδόχου θα είναι άνευ περιεχομένου εάν όσα αναφέρονται δεν τηρούνται στην πραγματικότητα. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητη η τακτική ενημέρωση του προσωπικού, έτσι ώστε να μπορέσει ο ξενοδόχος να αφομοιώσει και να εφαρμόσει τα μέτρα που λαμβάνονται προς συμμόρφωση με το κανονιστικό αυτό πλαίσιο. Με τον τρόπο αυτά τα όποια μέτρα λαμβάνονται προς συμμόρφωση με τον Κανονισμό θα μπορέσουν να γίνουν μέρος της καθημερινής ξενοδοχειακής πρακτικής.