Aν και φαίνεται σαν πυροτέχνημα, ήρθε μετά από μια σειρά δράσεων και αγώνων - μέσα από το φοιτητικό κίνημα - το σύνθημα της εξέγερσης των φοιτητών που τελικά ταυτίστηκε μαζί του και η εργατική τάξη: ψωμί-παιδεία-ελευθερία, τρείς λέξεις που σηματοδοτούν αυτά ακριβώς που έλειπαν από τον ελληνικό λαό, τρείς έννοιες που, αν και 47 χρόνια πριν, παραμένουν επίκαιρες σήμερα περισσότερο από ποτέ. Πού εστιάζονται σήμερα λοιπόν οι ομοιότητες και πόσο ίδιες είναι κάποιες πρακτικές της δημοκρατίας (νέας ή όχι) με τις παραπάνω διεκδικήσεις;
Σωστά στεκόμαστε στις εξορίες, τις φυλακίσεις, τους βασανισμούς και το αίσθημα φόβου που είχε σπείρει η χούντα. Γιατί όμως ο λαός ζήταγε ψωμί; Μήπως κάποιοι πεινούσαν; Μήπως κάποιοι έβλεπαν τις καταθέσεις τους να συρρικνώνονται; Μήπως αυξανόταν το δημόσιο χρέος; Μήπως ο εθνικός πλούτος μαζευόταν στα χέρια λίγων; Όλα αυτά μαζί και επειδή τρεις συνταγματάρχες δεν μπορούσαν να κάνουν την ανακατανομή πλούτου προς ημέτερους όπως θα ήθελαν, παίζουν το χαρτί της οικογενειοκρατίας.
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος διορίζει τον αδερφό του, Κώστα Παπαδόπουλο, γενικό γραμματέα του υπουργείου προεδρίας, περιφερειακό διοικητή Αττικής και υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, τον έτερο αδερφό, Χαράλαμπο Παπαδόπουλο, από χαμηλόβαθμο δημόσιο υπάλληλο σε γενικό γραμματέα δημόσιας τάξης.
Ο Παττακός δίνει εργολαβίες με απευθείας αναθέσεις στον γαμπρό του Α. Μειντάση, δουλειές του δημοσίου στην Αττική, όπως τα παρκινγκ στην Κλαθμώνος και στην οδό Λιοσίων, το πνευματικό κέντρο στην Ακαδημίας, τις κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων. Τα οικονομικά σκάνδαλα δεν άργησαν να φανούν.
Ο Μακαρέζος διορίζει τον κουνιάδο του, Α. Ματθαίου, υπουργό γεωργίας και αργότερα Βορείου Ελλάδος όπου απομύζησε τα λεφτά των γεωργικών συνεταιρισμών. Ο Διοικητής των ΕΑΤ-ΕΣΑ, γενικός γραμματέας στα υπουργεία δημόσιας τάξης, τουρισμού και μετέπειτα υπουργός εσωτερικών, Ιωάννης Λαδάς, διορίζει δύο ξαδέλφια του, τον ένα διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο Γ.Γ. στο υπουργείο κοινωνικών υπηρεσιών.
Για να μπορούν λοιπόν όλοι αυτοί να κάνουν το έργο τους απερίσπαστα, κατατίθεται ο εμπνευσμένος νόμος «περί ευθύνης υπουργών», ο ίδιος που αναβάθμισε 40 χρόνια μετά ο συνταγματολόγος Ελευθέριος Βενιζέλος.
Και επειδή το μεγάλο κεφάλαιο είναι πάντοτε αρωγός σε τέτοιες πρωτοβουλίες (ανακατανομή πλούτου προς τα πάνω), δεν λείπουν ένθεν κακείθεν τα δωράκια και οι χάρες . Ο δικτάτορας για να ξεπληρώσει την χάρη στον Ωνάση, που του διέθεσε τη βίλα του να μένει και τη λιμουζίνα με οδηγό για την πρώτη κυρία, τον αποζημιώνει, με υπέρογκο ποσό για την εποχή για τα διυλιστήρια, και δίνει το τρίτο διυλιστήριο στους Λάτση, Ανδρεάδη και το τέταρτο στον Βαρδινογιάννη. Είναι πολλές οικογένειες της εποχής που χαριεντίζονται με τους χουντικούς στις δημόσιες κοινωνικές εκδηλώσεις: οι οικογένειες Λάτση, Κιοσέογλου, Βαρδινογιάννη, Νιάρχου, Αλεξιάδη, Θεοδωρακοπούλου, Δρακόπουλου, Ταβουλάρη, Μποδοσάκη, Κανελλοπούλου, Τομ Πάππας αλλά και ο δεκανέας Κιμπάρης - δεν άφησε παραπονεμένο κανένα.
Από τους πρώτους νόμους που περνάει η χούντα είναι: α) αύξηση του μισθού του πρωθυπουργού από 23.600 δρχ. σε 45.000 δρχ. και των υπουργών από 22.400 δρχ. σε 35.000 δρχ., β) άρση μονιμότητας στο δημόσιο για να βολευτούν δικά τους παιδιά και σε υψηλά αξιώματα διορίζονται απόστρατοι αξιωματικοί, για να έχουν και δεύτερο μισθό, ενώ θεσπίζεται το 1970 η παροχή κατοικίας σε αξιωματικούς που διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στην «επανάσταση».
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου δίνει μεγάλη βάση στις επενδύσεις από το εξωτερικό και στα έργα υποδομής. Έτσι εδώ έχουμε μια σειρά από σκάνδαλα που τα σημερινά ωχριούν μπροστά τους. Ο Παπαδόπουλος έφτασε στο σημείο να εγκαινιάζει μακέτες έργων τα οποία δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Όπως το εργοστάσιο της Peugeot, η Εγνατία οδός που ο κύριος Μακντόναλντ πήρε 38 εκατ. δολάρια και δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ. Το σκάνδαλο της Λίττον όπου η εταιρεία πήρε 1εκ. δολάρια για να φέρει επενδύσεις ύψους 840 εκ. και ούτε σεντς δεν έφερε. Τα μαύρα κρέατα Αργεντινής, το τάμα του έθνους που από έρανο μαζεύτηκαν 456 εκ. δρχ. αλλά το ταμείο στο τέλος να έχει 50- πού πήγαν τα 406εκ.? Η απευθείας ανάθεση στη Siemens για εξοπλισμό της ΔΕΗ που οι υπερκοστολογήσεις φτάσανε στα όρια του γελοίου. Και φυσικά ο κύριος Τομ Πάππας που χρειάζεται ειδικό ένθετο για τα «δούνε και λαβείν» με το καθεστώς.
Άλλη μια παράμετρος είναι πως τριπλασιάστηκαν τα εθνικά κονδύλια για τον εξοπλισμό της χώρας. Τώρα πώς γίνεται με τόσα παραπάνω λεφτά, το αξιόμαχο του στρατού να πέσει στο μισό, όταν διοικούν μάλιστα στρατιωτικοί, είναι κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με κοινά μυαλά.
Έτσι, μετά το τέλος της επταετίας, φτάσαμε σε αριθμούς σοκ για την οικονομία. Το 1967 το δημόσιο χρέος ήταν της τάξης των 32 δις δρχ. Το 1974 ανήλθε στα 114 δις δρχ. Στην 7αετία οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών έπεσαν στα μισά. Οι ξένες επενδύσεις το ίδιο. Τριπλασιάστηκε ο πληθωρισμός και έπεσε η αγροτική ανάπτυξη και η αγροτική οικονομία. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν κατά 15%. Το 1971 οι φοροαπαλλαγές των 464 μεγαλύτερων επιχειρήσεων ήταν τριπλάσιες από τους φόρους που είχαν καταβάλλει . Το 1974 το 91% των φορολογικών εσόδων ήταν από νοικοκυριά.
Έτσι καταρρίπτονται όλοι οι μύθοι των φιλοχουντικών πως τουλάχιστον αυτοί δεν κλέψανε. Η οικονομία πήγαινε καλά, κάνανε έργα. Ακόμα κάποιοι κοκορεύονται πως μειώθηκε η ανεργία. Αληθές, αλλά με 500.000 μετανάστες και πόσους άλλους στις εξορίες είναι φυσικό.
Τελικά η «επανάσταση» οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια τον Λαό στη φτώχεια. Και όταν πεινάς εξεγείρεσαι . Ακόμα και με σφεντόνες ενάντια σε τανκς.
Όσον αφορά την παιδεία, όχι μόνο σε επίπεδο μαθητικό ή φοιτητικό (τι μαθαίνουν στα σχολεία) αλλά και σε επίπεδο κοινωνικό και οι ντιρεκτίβες που δίνονται προς την κοινωνία, εκεί το καθεστώς από κωμικοτραγικό είναι που γίνεται γελοίο. Με παράτες του τύπου ολίγον από αρχαία Ελλάς, ολίγον από επανάσταση του ’21 και πολύ από εκκλησία, προσπαθεί να εμφυσήσει το αίσθημα του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών». Με μια αντικομμουνιστική υστερία ώστε να δικαιολογήσει και την παρουσία του, το καθεστώς έφτασε σε σημείο να απαγορεύσει όσα βιβλία έχουν κόκκινο εξώφυλλο (!) και όσους συγγραφείς το όνομα των οποίων παραπέμπει σε Ρώσους! Η λογοκρισία είναι στο απόγειό της και όσοι συγγραφείς ή ποιητές έχουν αριστερό παρελθόν ή δράση, καίγονται στο πυρ το εξώτερον. Φυτεύονται σπιούνοι σε όλα τα ανώτερα ιδρύματα και η ιστορία που διδάσκεται στα σχολεία είναι τουλάχιστον ανιστόρητη. Ακόμα και στα δημοτικά απαγορεύεται να είσαι αριστερόχειρας! Η νεολαία δεν μπορεί να ακούει και να διαβάζει συγκεκριμένους συνθέτες και συγγραφείς και ο προορισμός της είναι να γίνει η χρυσή νεολαία υπό τις οδηγίες του μέντορα Νίκου Μαστοράκη. Είναι από τις πρώτες προσπάθειες να δημιουργηθεί ένα κλίμα απολιτίκ, ώστε τα μίνι στις γυναίκες και η μπριγιαντίνη στους άντρες να είναι ένα διαβατήριο για την κοινωνία του θεάματος. Από κοντά και ο κινηματογράφος, η «χρυσή εποχή» όπως χαρακτηρίστηκε, που - ευτυχώς όχι όλες οι ταινίες της εποχής - ανακυκλώνει την ποπ κουλτούρα και το πόσο καλά περνάμε στα νάιτ κλαμπ της αλλοτρίωσης. Έχουν εξωραϊστεί από τον πολιτισμό οποιεσδήποτε λέξεις και έννοιες που θα δώσουν έναυσμα στους πολίτες να σκεφτούν αυτό που βιώνουν. Μια καλή προσπάθεια από ένα καθεστώς για άρτον και θέαμα, με καθόλου άρτο και ανεπαρκές θέαμα.
Μετά από όλα αυτά, καταλαβαίνουμε πόσο παραπάνω φορτισμένη είναι η τρίτη έννοια του εμβληματικού συνθήματος, η ελευθερία, που έρχεται αντιμέτωπη με τις φυλακίσεις, τους βασανισμούς και τις εξοστρακίσεις των αντιφρονούντων. Αλλά μόνο αυτοί έρχονταν αντιμέτωποι με τον τρόμο της ασφάλειας και της Μπουμπουλίνας; Οποιοσδήποτε άνθρωπος είχε αυτοεκτίμηση και δεν ανεχόταν να τον εξουσιάσουν τα ανδρείκελα και να του πουλάν πατρίδα και ελληνισμό στρατιωτικοί που δεν μπορούσαν καλά καλά να μιλήσουν Ελληνικά (οι λόγοι του δικτάτορα είναι παροιμιώδεις) και αντιδρούσε, έμπαινε στο στόχαστρο του καθεστώτος, δηλαδή, στα κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο στρατιωτικός Σπύρος Μουστακλής. Ο Μουστακλής πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση με τον ΕΔΕΣ, πολέμησε στον εμφύλιο με τον εθνικό στρατό και πολέμησε και στην Κορέα. Πήρε μέρος στο κίνημα του ναυτικού, γιατί δεν άντεχε που η χώρα μπήκε σε «γύψο». Πιάστηκε, φυλακίστηκε, βασανίστηκε επί 45 μέρες, με αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος και να μην μπορεί να μιλήσει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν πιο τυχερός από τον Μανδηλαρά, τον Τσαρουχά, τον Έλη, τον Μικρώνη, τον Καράφατσα, τον Πεσλή, την Καλαβρού, τους 24 του πολυτεχνείου και τους δεκάδες στις εξορίες που δολοφονήθηκαν. Ο λαός ζήταγε ελευθερία από τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες, τη λογοκρισία, το θάψιμο του πολιτισμού, τον εξευτελισμό της παιδείας, την οικονομική ένδυα στην οποία είχε οδηγηθεί, το κλέψιμο των από πάνω χωρίς αιδώ και έβλεπε μπροστά στα μάτια του το ξεπούλημα της χώρας. Μα και ελευθερία από τον φόβο των σπιούνων που ήταν παντού και δηλητηριάζανε την κοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο φόβος που έκανε τα στόματα να μένουνε κλειστά και τις συνειδήσεις να κοιμούνται.
Σχεδόν μετά από 50 χρόνια είμαστε πολύ μακριά από όλα αυτά, τι χαρά!”.