Κοινωνία Παρ 21 Μαϊ 2021

Το νέο self-test δίνει αξιόπιστες απαντήσεις σε μόλις 3 λεπτά με ελάχιστη διεργασία.

Η έρευνα για την κατασκευή του μπορεί να ήταν περίπλοκη και σύνθετη, αλλά η τελική του χρήση είναι εξαιρετικά εύκολη. Πρόκειται για το νέο στιγμιαίο τεστ κορονοϊού (instant self-test) του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο θα μας δίνει αξιόπιστο αποτέλεσμα σε μόλις 3 λεπτά, ακόμα κι αν έχουμε μολυνθεί πολύ πρόσφατα. Αποτελείται από έναν αισθητήρα που είναι συνδεδεμένος με την αντίστοιχη εφαρμογή στο τάμπλετ ή στο κινητό μας τηλέφωνο.

Ο πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του Εργαστηρίου Κυτταρικής Τεχνολογίας, κ. Σπυρίδων Κίντζιος εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Η καινοτομία του συγκεκριμένου τεστ είναι πολλαπλή. Η τεχνολογία κατ’ αρχάς δεν έχει καμία σχέση με την τεχνολογία των self-test και των rapid test που κυκλοφορούν στην αγορά. Το δικό μας τεστ βασίζεται στην επίδραση του κορονοϊού πάνω σε κύτταρα. Η συσκευή μας χρησιμοποιεί κύτταρα κατασκευασμένα στο εργαστήριο, εξειδικευμένα να μετρούν τον κορονοϊό. Κάθε φορά που ακουμπά πάνω τους ο ιός, αυτά αντιλαμβάνονται μόνο τον κορονοϊό και δίνουν μια απόκριση η οποία μεταφράζεται σε ηλεκτρικό σήμα μέσα από μια αρκετά πολύπλοκη διαδικασία, όπως εμείς τα έχουμε κατασκευάσει».

Αυτό σημαίνει ότι το τεστ έχει τεράστια ευαισθησία. Όπως ο ίδιος περιγράφει: «…μπορούμε να ανιχνεύσουμε τον ιό ακόμα και από την πρώτη μέρα μόλυνσης, αλλά ακόμη και σε δύσκολα δείγματα που δεν έχουμε μεγάλη συγκέντρωση ιού, όπως είναι το σάλιο». Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα είναι αξιόπιστα ακόμα και πριν ο φορέας εκδηλώσει συμπτώματα και μάλιστα μόνο με δείγμα σάλιου.

Όπως τονίζει ο κ. Κίντζιος, το ρινοφαρυγγικό επίχρισμα είναι μια επώδυνη διαδικασία. Με τα άλλα τεστ, χρησιμοποιείται αυτός ο τρόπος καθώς εκεί συσσωρεύεται πολύς ιός. Το σάλιο, από την άλλη, περιέχει τον ιό σε μικρές συγκεντρώσεις. Όμως, το πρωτοποριακό στιγμιαίο self-test του Γεωπονικού Πανεπιστημίου έχει τέτοια ευαισθησία που μπορεί να ανιχνεύσει τον ιό και στο σάλιο με την απλή τοποθέτηση του δείγματος στον αισθητήρα χωρίς καμία άλλη διεργασία.

Όμως, το τεστ έχει και μια άλλη καινοτόμα εφαρμογή λόγω της ιδιαίτερα ανεπτυγμένης τεχνολογίας του. Σύμφωνα με τον κ. Κίντζιο «επειδή τα κύτταρα αυτά έχουν υποδοχή για τον κορονοϊό, εμείς μπορούμε να τα κατασκευάσουμε έτσι ώστε να δοκιμάσουμε αν υπάρχουν φάρμακα που παρεμποδίζουν την πρόσδεση του κορονοϊού πάνω στην συγκεκριμένη πρωτεΐνη που είναι ο φυσικός τρόπος του ιού μέσα στον οργανισμό, προσθέτοντας την στο σύστημα του αισθητήρα. Δηλαδή, ο αισθητήρας μας αξιολογεί άμεσα, σε τρία λεπτά, κατά πόσο ένα φάρμακο παρεμποδίζει την πρόσδεση του ιού στην πρωτεΐνη. Είναι κάτι που έχουμε ξεκινήσει τώρα να κάνουμε».

Η επιστημονική ιδέα πίσω από το νέο διαγνωστικό τεστ υπήρχε από το 1997, όμως η ανάπτυξή του έγινε με την πολύτιμη εργασία και συμβολή των επίκουρων καθηγητριών κ. Γεωργία Μοσχοπούλου και κ. Σοφία Μαυρίκου, του ερευνητή κ. Βασίλη Τσεκούρα, αλλά και μιας ομάδας ανθρώπων από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και το νοσοκομείο Σωτηρία. Το τεστ έχει ήδη δοκιμαστεί σε κλινικές μελέτες και η μέθοδός του είναι από τις ελάχιστες που έχουν επικύρωση από 3 κλινικές δοκιμές.

Η ερευνητική ομάδα όμως που κρύβεται πίσω από την κατασκευή του τεστ έχει εργαστεί και πάνω στην προοπτική της μαζικής παραγωγής του. «Έχουμε χαρτογραφήσει όλες τις πτυχές της μαζικής παραγωγής, τις γνωρίζουμε πολύ καλά. Ξέρουμε το κοστολόγιο στην εργαστηριακή κλίμακα, ας πούμε για 100 τεστ την ημέρα, το οποίο είναι βέβαια μια μικρή κλίμακα, δηλαδή είναι αρκετά ακριβά. Όμως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, μιλάμε για ένα εμπορικό κόστος όχι πάνω από 5-6 ευρώ, όσον αφορά κάθε τεστ. «Προφανώς θα θέλαμε να ήταν πολύ χαμηλότερο. Θα θέλαμε να πέσουμε στο 1 ευρώ και πιστεύουμε ότι αυτό είναι εφικτό στη μαζική παραγωγή. Άρα, απευθύνουμε πρόσκληση σε όποιον ενδιαφέρεται, στο κράτος και ιδιωτικούς φορείς, να έρθει σε επικοινωνία μαζί μας για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Εμείς ξέρουμε πώς να το κάνουμε, όσον αφορά τη γραμμή παραγωγής. Βεβαίως, η εμπορική διάσταση δεν είναι θέμα του πανεπιστημίου, εμείς υπηρετούμε την κοινωνία», εξηγεί ο πρύτανης.

Ο ίδιος μάλιστα θεωρεί ότι τα διαγνωστικά τεστ κορονοϊού θα χρειάζονται για πολλά χρόνια ακόμα, ακόμα κι αν μειωθεί η ανάγκη τους λόγω του μαζικού εμβολιασμού. Εντούτοις, ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, δεν γνωρίζουμε ακριβώς την διάρκεια κάλυψης των εμβολίων και αν η προστασία δεν είναι μόνιμη, όλοι θα χρειαζόμαστε τα τεστ.

Τέλος, όσον αφορά στην οικονομική υποστήριξη της έρευνας, ο κ. Κίντζιος αναφέρει πως έγινε κυρίως μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα και από χρηματοδότηση της Κύπρου. Για άλλη μια φορά, είναι φανερό πως το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο διαθέτει εξαιρετικούς και αξιόλογους επιστήμονες, που μπορούν και προσφέρουν στην κοινωνία παρά τις δυσκολίες λειτουργίας του και μάλιστα το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο είναι ένα από τα μεγαλύτερα γεωτεχνικά πανεπιστήμια του κόσμου.

 

Πηγή:

Με πληροφορίες από news247.gr

Κεντρική φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Zogas_dimitris