και το δεύτερο είναι του Αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού (1085) που αναφέρεται στα κτήματα του Οσίου Χριστοδούλου, που βρίσκονταν στην Κω, μνημονεύοντας επίσης τις δωρεές και τις αφιερώσεις κτημάτων που κατείχε στο νησί η μοναχή Μαρία, αδελφή του «βεστάρχου» (δηλ. του προϊσταμένου της αυτοκρατορικής ιματιοθήκης) Κωνσταντίνου Καβαλλούρη. Σύμφωνα με το πρώτο χρυσόβουλλο είχε αρχίσει να ανεγείρεται από τον βεστάρχη Κωνσταντίνο Καβαλλούρη η Μονή του Ιωάννη του Προδρόμου στην Στρόβιλο, ενώ συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε η ανέγερση αυτή από την αδελφή του τη μοναχή Μαρία Καβαλλουρίνα, με την επιχορήγηση του Νικηφόρου Βοτανειάτη. Ο Κωνσταντίνος Καβαλλούρης κατείχε επίσης κτήματα στο Παρθένι και στα Τεμένια της Λέρου, που περιήλθαν «κατά λόγον δεσποτείας» στον Όσιο Χριστόδουλο. Ο Χριστόδουλος πάλι στον Κωδίκελλό του αναφέρει δυο «προάστεια» (δηλ. φέουδα, ιδιοκτησίες γεωργικές και οικιστικές μονάδες κοντά σε αστικές περιοχές) της Κω, το Αναβασίδιον» και οι «Καρδιασμένοι», που δωρήθηκαν στη Μονή της Θεοτόκου των Καστριανών στο Παλαιό Πυλί από τον βεστάρχη Κων. Καβαλλούρη. Δυστυχώς τα τοπωνύμια Αναβασίδιον και Καρδιασμένοι δεν διασώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Ίσως το Αναβασίδιον να βρισκόταν σε κάποια βουνοπλαγιά του νησιού και οι Καρδιασμένοι στη νότια παραλία της Κω, κοντά στην σημερινή Καρδάμαινα, όπου μέχρι τα τέλη του 19 ου αιώνα διατηρούσαν ακόμη μικρή κτηματική περιουσία οι Καμπαλούρηδες, όπως γράφει ο αείμνηστος Ηρακλής Καραναστάσης ( «Το Χρονικό μιας Οικογένειας», Αθήνα 1977,
σ.149). Φαίνεται όμως ότι οι Καμπαλούρηδες κατά την οθωμανική περίοδο βρέθηκαν στα Νικιά της Νισύρου, γιατί συναντούμε το όνομα του απογόνου τους Ιωάννη Μ. Καμπαλούρη μαζί με το όνομα του πεθερού του Μιχαήλ Ε. Εμμανουηλίδη σε επιγραφή στην τριγωνική μαρμάρινη πλάκα, που βρίσκεται εντοιχισμένη πάνω από την είσοδο του παλαιού σχολείου των Νικιών. Σ’ αυτή διαβάζουμε πως το σχολείο: «Ανηγέρθη δαπάνη Μιχαήλ Ε. Εμμανουηλίδου εν έτει 1856 και ανεκαινίσθη αναλώμασι Ιωάννου Μ. Καμπαλούρη εν έτει 1909». Αυτός ο Ιωάννης Μ. Καμπαλούρης, που είχε συγγενείς με άλλα όμως επώνυμα και στην Κω, ο «Γιάγκο Εφέντης Καμπαλούρης» όπως τον αποκαλούσαν, υπήρξε ένας διαπρεπής δικηγόρος της Κων/πολης, που στα τέλη του 19 ου – αρχές του 20 ου αιώνα πολιτεύθηκε με το Κόμμα των Νεοτούρκων ως πληρεξούσιος του Δωδεκανησιακού Λαού, αγωνισθείς για τα «προνόμια» των νησιωτών. Πολύτιμη υπήρξε η προσφορά του και στην ελληνική ομογένεια της Πόλης, που τον εκτιμούσε και τον σεβότανε αφάνταστα, αλλά και προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού διετέλεσε Νομικός Σύμβουλος του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ΄. Το διπλωματικό σώμα στην Ελλάδα ευτύχησε να έχει στους κόλπους του τους απογόνους του Ιωάννη Μ. Καμπαλούρη, που ως πρόξενοι και πρεσβευτές υπηρέτησαν επάξια σε πρωτεύουσες διαφόρων χωρών, συνεχίζοντας την παράδοση του βυζαντινού τους ονόματος και της υψηλής θέσης που κατείχε κάποτε ο μεγάλος πρόγονός τους Κων/νος Καβαλλούρης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορική Αυλή. Στη φωτογραφία του 1908 που παραθέτω, απεικονίζεται ο «Γιάγκο Εφέντης Καμπαλούρης» ως υποψήφιος βουλευτής της περιφέρειας Ρόδου, φορώντας τούρκικο φέσι και την επίσημη στολή του, κρατώντας στο γαντοφορεμένο χέρι το σπαθί του αξιώματος, το οποίο ο τελευταίος Σουλτάνος της Τουρκίας
Αβδούλ Χαμίτ Β΄ του είχε απονείμει, τιμώντας τον με παράσημο και με τον Οσμανικό Δημοσιοϋπαλληλικό βαθμό του Μουτεμαΐζ. (Περισσότερα για τους Καμπαλούρηδες βλέπε σχετικό άρθρο μου στα «Νισυριακά», τόμος 14 ος , Αθήναι 2000, σσ.177-180).
ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ