Γιατί μπορεί να ζούμε σε μια από τις ομορφότερες χώρες του κόσμου, είναι όμως ταυτόχρονα γεμάτη εκπλήξεις και έντονα φυσικά φαινόμενα που ακόμη δεν έχουμε βιώσει.Αυτό ήταν και το θέμα της συζήτησης με τον ξεχωριστό επιστήμονα Γεράσιμο Παπαδόπουλο, o oποίος για περισσότερο από δυο ώρες μας εξηγούσε που βρισκόμαστε σήμερα και που μπορεί να βρεθούμε «αύριο». Άλλωστε, ξέρετε είναι από αυτούς τους ανθρώπους που με το ήθος του, την επιστημοσύνη του και κυρίως με την ήρεμη και δομημένη σκέψη του έχει χαράξει μια πορεία όσο λίγοι στην Ελλάδα και το κυριότερο είναι εκ των επιστημόνων που όταν μιλάει για το φαινόμενο των σεισμών επικρατεί μια σιγή. Μπαίνει 30 και πλέον χρόνια στα σπίτια μας και χωρίς φωνές και ακρότητες ενημερώνει με σοβαρότητα και πάντα με σεβασμό προς τους πολίτες. Η αφοσίωσή του στην επιστήμη του αναγνωρίστηκε πρόσφατα με την απονομή ενός ακόμη βραβείου, που ήλθε από την Ιαπωνική κυβέρνηση. Πρόκειται για το βραβείο Hamaguchi που έχει θεσπίσει ο ΟΗΕ από το 2016 για επιστήμονες και φορείς που έχουν διεθνώς σημαντική συμβολή στην προστασία των παράκτιων περιοχών από τσουνάμι και άλλους κινδύνους.
Ακραίος σεισμός και τσουνάμι
Στο ερώτημα, πόσο έτοιμη είναι η Ελλάδα για έναν ακραίο σεισμό ο κ. Παπαδόπουλος έστειλε το προσωπικό του μήνυμα προς την πολιτεία και τους πολίτες λέγοντας ξεκάθαρα ότι «η χώρα μας δεν είναι καθόλου έτοιμη, ούτε στο επίπεδο των σεισμών ούτε στο επίπεδο των τσουνάμι».
Σύμφωνα με τον ίδιο «ξέρουμε ότι μεγάλοι και ακραίοι σεισμοί έγιναν στο παρελθόν και κάποια στιγμή θα συμβούν στο μέλλον» και εξηγεί: «Αναφέρομαι σε δυο πολύ μεγάλους σεισμούς όπως το 365μ.Χ., για τον οποίο ασχολείται η παγκόσμια σεισμολογική κοινότητα, που έγινε στα δυτικά της Κρήτης και ανύψωσε το νησί από 6,6μ. έως 9μ., ενώ από την απότομη μετακίνηση στο ρήγμα προκλήθηκε τσουνάμι που κατέκλυσε όλη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου με αποτέλεσμα πλοία από την Αλεξάνδρεια να καταλήξουν στις σκεπές των σπιτιών. Έγινε, δηλαδή κάτι ανάλογο με αυτό που είδαμε στον Ινδικό Ωκεανό το 2004 αλλά και στην Ιαπωνία το 2011».
Το μέγεθος του σεισμού που σημειώθηκε το 365μ.Χ., ήταν μεταξύ 8 και 8,5 ρίχτερ και ο κ. Παπαδόπουλος επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι «πρέπει να προετοιμαστούμε και για αυτό το ενδεχόμενο».
«Θα πει κάποιος κάθε πότε γίνονται αυτοί οι σεισμοί» διερωτήθηκε ο ίδιος απαντώντας ότι «γίνονται σε αραιά χρονικά διαστήματα. Μπορεί να είναι κάθε 500 χρόνια, μπορεί κάθε 1000 χρόνια. Δεν γνωρίζουμε όμως το πότε θα είναι ο επόμενος και το ότι έχουν μεγάλη επαναληπτικότητα δεν μας απαλλάσσει από κάποια ευθύνη καθώς μπορεί να γίνει σε μια χρονική στιγμή που δεν την αναμένουμε».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε στην ανατολική Κρήτη το 1303. «Ήταν ένας τρομερός σεισμός με τεράστια έκταση βλαβών και μεγάλο τσουνάμι με τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα, ενώ το μέγεθός του ήταν επίσης 8 ρίχτερ» συμπλήρωσε ο κ. Παπαδόπουλος.
Τι πρέπει όμως να γίνει ακόμη και στην περίπτωση που οι πιθανότητες να συμβεί ένας ακραίος σεισμός είναι μικρές; Ο κ. Παπαδόπουλος ήταν αφοπλιστικός: «Είναι καιρός πλέον να εξετάζουμε στα σενάρια που έχουμε, τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντιμετωπίσουμε «αύριο» ένα ακραίο σεισμικό φαινόμενο που το έχουμε μπροστά μας. Και πρόκειται για ένα πανευρωπαϊκό θέμα και όχι εθνικό. Εκείνοι που έχουν κινητοποιηθεί αρκετά για το θέμα είναι οι Αιγύπτιοι οι οποίοι κάθε χρόνο στις 5 Νοεμβρίου, που είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ενημέρωσης για το τσουνάμι, διοργανώνουν ένα αντίστοιχο Συνέδριο διότι φοβούνται τέτοιους σεισμούς και τσουνάμι.
Θα πρέπει, λοιπόν, να υπάρξει μια διεθνής προσπάθεια να μελετήσουμε αυτά τα φαινόμενα, αλλά και να εξετάσουμε τα σενάρια των συνεπειών που θα έχουμε από ένα τόσο μεγάλο σεισμό όσο και από το τσουνάμι που θα προκαλέσει».
Ο κ. Παπαδόπουλος μας υπενθύμισε επίσης μια πρόσφατη αναφορά του καθηγητή Φυσικών Καταστροφών Κώστα Συνολάκη ο οποίος όταν μίλησε για τον σεισμό του 365μ.Χ. λοιδορήθηκε από αρκετούς οι οποίοι φαίνεται ότι δεν κατάλαβαν τι είπε. «Πρέπει να ξέρουν ότι είναι άστοχο να λοιδορούν μια τέτοια επιστημονική άποψη, η οποία έχει συγκεκριμένη στόχευση. Και το επαναλαμβάνω, πρέπει να υπάρξει μια Πανευρωπαϊκή προσπάθεια για να μην κλάψει ολόκληρη η Ευρώπη και όχι μόνο η Ελλάδα» απάντησε ο κ. Παπαδόπουλος.
Ο καθηγητής σεισμολογίας αποκάλυψε παράλληλα ότι στον σεισμό της Ταϊλάνδης το 2004 είχαμε 3.000 ευρωπαίους πολίτες νεκρούς και πως τότε είχε επικοινωνήσει μαζί του ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. «Ο Γιουνκέρ εκείνη την περίοδο ήταν πρόεδρος του Λουξεμβούργου και όταν επικοινώνησε μαζί μου με ρώτησε, «στη Μεσόγειο τι κάνουμε»; Μάλιστα μου είπε αν μπορούμε να οργανώσουμε μια συνάντηση των Ευρωπαίων Πρεσβευτών στην Ελλάδα για να δούμε τι γίνεται στη Μεσόγειο.
Αυτή η συνάντηση έγινε τελικά τον Ιανουάριο του 2005 στο υπουργείο Εξωτερικών και μετά από αυτό οι πρεσβευτές έδωσαν τις εκθέσεις τους στις χώρες τους και η Κομισιόν πήρε μια ιστορική απόφαση ώστε να ιδρυθεί το σύστημα προειδοποίησης για τσουνάμι, που από τότε έως και σήμερα το υλοποιεί η UNESCO. Έκτοτε, η ΕΕ χρηματοδοτεί πολλά αντίστοιχα προγράμματα. Θυμάμαι ότι το 2005 τους είχα πει: τώρα ξεκινάμε».
Δεν ήταν όμως μόνο οι σεισμοί των 8 και 8,5 ρίχτερ ανατολικά και δυτικά της Κρήτης που ήταν τόσο ισχυροί. Το ίδιο έγινε και στις 9 Ιουλίου του 1956 με τον σεισμό των 7,5 ρίχτερ στην Αμοργό όπου είχαμε επίσης ένα μεγάλο τσουνάμι που έφτασε ακόμη και στο Ισραήλ και την Αίγυπτο με μικρότερο βέβαια ύψος.
«Σήμερα οι συνέπειες από έναν τόσο ισχυρό σεισμό θα είναι πολλαπλάσιες από εκείνης της εποχής και πρέπει άμεσα να επιταχυνθεί η έρευνα αλλά και η επιχειρησιακή αντιμετώπιση των σεισμών και των τσουνάμι. Είδαμε μόλις πρόσφατα, τις συνέπειες από το ηφαίστειο στην Τόγκα και το τσουνάμι που προκάλεσε κάτι που γνωρίζουμε από το ηφαίστειο της Σαντορίνης και τις εκρήξεις, όχι μόνο την προϊστορική του 17ου αιώνα π.Χ., αλλά και της πιο πρόσφατης, του 1650 μ.Χ.» πρόσθεσε ο κ. Παπαδόπουλος επισημαίνοντας με νόημα ότι «η χώρα πρέπει να προετοιμάζεται σε κάθε ενδεχόμενο κινδύνου έστω και αν η πιθανότητα ενός ακραίου σεισμού είναι μικρή».
Τσουνάμι, πού βρισκόμαστε σήμερα
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατα ο κ. Παπαδόπουλος από το βήμα κεντρικού Συνεδρίου όπου βρέθηκε ανέφερε ότι «θα έρθει η στιγμή που η Ελλάδα θα κλάψει, και θα κλάψει πάρα πολύ όταν θα χτυπηθεί από το επόμενο μεγάλο τσουνάμι, εάν δεν προετοιμαστεί κατάλληλα». Θέλοντας να ακουστεί προς όλες τις κατευθύνσεις το μήνυμά του, ξανά σήμερα συμπληρώνει ότι έχουμε κάνει προόδους και ο ίδιος νιώθει πολύ μεγάλη ικανοποίηση μέσα του καθώς το 2005 ήταν από τα ιδρυτικά μέλη μέσα στα πλαίσια της UNESCO του συστήματος προειδοποίησης για τσουνάμι, στο οποίο μάλιστα τα τελευταία χρόνια προήδρευσε στο Ευρωπαϊκό και Μεσογειακό σύστημα προειδοποίησης.
«Χρειάζεται όμως να γίνουν και άλλα βήματα κατά κύριο λόγο και πάλι στον τομέα της ενημέρωσης» είπε στο iEidiseis, τονίζοντας ότι «δεν είναι δυνατόν να αντιδρούν οι Δήμοι σε δράσεις ενημέρωσης και προειδοποίησης. Δεν γίνεται, για παράδειγμα, ο δήμος της Κω να μην θέλει λόγω τουρισμού συστήματα προειδοποίησης για τσουνάμι όταν η διεθνής εμπειρία λέει πως όταν ένας τουρίστας βλέπει να αναλαμβάνονται δράσεις ενημέρωσης και προστασίας νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια. Ευτυχώς» συμπληρώνει «στη Ρόδο, έχουμε τοποθετήσει αντίστοιχα συστήματα με την πλήρη συνεργασία των φορέων».
Τα ρήγματα που τον ανησυχούν σήμερα
Ποια είναι όμως τα ρήγματα στον ελλαδικό χώρο που σήμερα τον ανησυχούν ιδιαίτερα. Ο ίδιος άνοιξε τον… σεισμολογικό χάρτη της Ελλάδας και είπε στο iEidiseis, ότι είναι πολύ συγκεκριμένα και για συγκεκριμένους λόγους.
Το ρήγμα της Θήβας
«Πολλοί συνάδελφοί μου την έχουν ξεχάσει αυτή την περιοχή και νομίζουν ότι έσβησε, ωστόσο όποιος παρακολουθεί θα δει ότι καθημερινά έχουμε δυο – τρεις πολύ μικρούς σεισμούς το οποίο σημαίνει ότι έχουμε μια ενεργή περιοχή, η οποία μετά την έξαρση του καλοκαιριού δεν έχει σβήσει και εξακολουθεί να δίνει μικρούς σεισμούς που σημαίνει ότι πρέπει να παρακολουθούμε την περιοχή με πολύ μεγάλη προσοχή» ανέφερε για την περιοχή της Θήβας ο κ. Παπαδόπουλος και πρόσθεσε: «Όταν λέω προσοχή, θέλω να σας θυμίσω την περίπτωση του μεγάλου σεισμού στη Θήβα το 1893 όπου η προσεισμική δραστηριότητα κράτησε περίπου ενάμιση χρόνο. Και επειδή στα σεισμικά φαινόμενα δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες χρειάζεται αυτή η πολύ μεγάλη προσοχή. Το δε ρήγμα της Θήβας είναι ενεργό και είχε δώσει σεισμό 6 με 6,2 ρίχτερ, ενώ και το 1914 είχαμε σεισμό για τον οποίο δεν έχουμε σήμερα ενδείξεις ότι υπήρξαν προσεισμοί κάτι που δείχνει την πολυπλοκότητα των φαινομένων και ότι δεν μπορούν να μπουν σε καλούπια».
Η σεισμική ακολουθία της Κρήτης
Ένας δεύτερος σημαντικός προβληματισμός του κ. Παπαδόπουλου στρέφεται προς την Κρήτη. «Με απασχολεί ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες η Κρήτη. Υπάρχει μια μικροσεισμική δραστηριότητα η οποία αναπτύσσεται βόρεια από το Αρκαλοχώρι και ανατολικά από το Ηράκλειο. Είναι έξω από τον μετασεισμικό χώρο του Αρκαλοχωρίου και δεν συμφωνώ με όσους λένε ότι πρόκειται για το ρήγμα του Αρκαλοχωρίου, το οποίο δήθεν φτάνει έως την συγκεκριμένη περιοχή. Δε λέω ότι αναγκαστικά θα κάνει ισχυρό σεισμό, αλλά ότι δεν φθάνει εκεί το ρήγμα που έδωσε το σεισμό του Αρκαλοχωρίου.
Νομίζω ότι στο κοντινό μέλλον θα δούμε πως θα εξελιχθεί το φαινόμενο. Πρέπει να σας τονίσω ότι η Κρήτη είναι από τις πιο ενεργές περιοχές της χώρας μας διότι βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του ελληνικού σεισμικού τόξου».
Το ΒΑ Αιγαίο θέλει προσοχή
Μια άλλη περιοχή που προβληματίζει τον κ. Παπαδόπουλο είναι το βορειοανατολικό Αιγαίο. «Θέλει σίγουρα προσοχή αυτή η περιοχή. Την περίοδο του ’80 και συγκεκριμένα το 1982 και το 1983 είχαμε αλλεπάλληλους ισχυρότατους σεισμούς και εκ νέου το 2014 με μεγέθη έως 6,9 ρίχτερ. Κατά συνέπεια είναι μια σεισμοτεκτονική δομή με πάρα πολύ υψηλό σεισμικό δυναμικό, διότι αποτελεί την συνέχεια του ρήγματος της βόρειας Ανατολίας που έρχεται από το βόρειο τμήμα της Τουρκίας, εισέρχεται στη θάλασσα του Μαρμαρά και κινείται μέσα στη θάλασσα του βορείου Αιγαίου. Το ότι οι γύρω κατοικημένες περιοχές βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το συγκεκριμένο ρήγμα δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη να παρακολουθούμε και να αξιολογούμε με μεγάλη προσοχή τα δεδομένα. Και μην ξεχνάτε ότι ο σεισμός 5,4 ρίχτερ στις 16/1/2022 στο βόρειο Αιγαίο μπορεί να είναι μόνο η αρχή μιας διαδικασίας και μπορεί σε ένα, δύο ή τρία χρόνια να δούμε την επανάληψη του επόμενου ισχυρού σεισμού» σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος.
Η τρωτότητα της Αττικής
Για την «πολύπαθη» Αττική ο κ. Παπαδόπουλος εξέφρασε συγκεκριμένους προβληματισμούς καθώς «εδώ είναι μια μεγαλούπολη η οποία έχει αυξημένη τρωτότητα και είναι εκτεθειμένη στον σεισμικό κίνδυνο».
Ο μεγάλος πληθυσμός, οι περιοχές με χιλιάδες αυθαίρετα και η μεγάλη συγκέντρωση βιομηχανικών και οικονομικών δραστηριοτήτων την κάνουν πολύ ευάλωτη στον σεισμικό κίνδυνο, με τον καθηγητή σεισμολογίας να αναφέρει για τα ρήγματα της Αττικής: «Τα μεγάλα ρήγματα που μέχρι τώρα γνωρίζουμε είναι περιμετρικά της Αττικής. Πρόκειται για το μεγάλο ρήγμα που φεύγει από τον ανατολικό Κορινθιακό, περνάει από τη Θήβα και φτάνει μέχρι τον Ωρωπό, που έχει δώσει μεγάλους σεισμούς στο παρελθόν. Η μεγάλη σεισμική πηγή στις Αλκυονίδες, που βρίσκεται στον ανατολικό Κορινθιακό, απείλησε και έβλαψε γειτονιές της Αττικής το 1981, ενώ και μικρότερα ρήγματα, όπως της Φυλής το 1999, δημιουργούν μεγάλα προβλήματα. Άρα έχουμε και σχετικά μακρινές σεισμικές πηγές αλλά και μέσα στην Αττική που σημαίνει ότι τα μάτια μας πρέπει να είναι ανοιχτά. Και ξέρετε είναι μάλλον μια εύκολη λύση το να λέμε ότι είναι μια περιοχή χαμηλής σεισμικότητας καθώς δεν ξέρουμε πλήρως τα ρήγματα και ταυτόχρονα είναι πολύ μεγάλη η τρωτότητα κάτι που είδαμε το 1999 όταν από τον σεισμό της Πάρνηθας με μέγεθος 5.9 ρίχτερ είχαμε 143 θύματα, που όπως φαίνεται και από το σχετικό πίνακα ήταν ένας από τους πιο πολύνεκρους σεισμούς μετά από αυτόν στα Επτάνησα τον Αύγουστο του 1953».
Και συνέχισε ο κ. Παπαδόπουλος: «Συνεπώς η χώρα θα πρέπει να είναι πάντα προσανατολισμένη στο να λαμβάνει μέτρα. Δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τους σεισμούς, διότι μπορεί να έχουμε ένα καλό αντισεισμικό κανονισμό, και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι κατασκευές έχουν βελτιωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, από την άλλη μεριά όμως βλέπουμε ότι οι πόλεις μεγαλώνουν, επεκτείνονται συχνά σε ακατάλληλα εδάφη, κοντά σε ρήγματα, και συνεπώς μεγαλώνει η τρωτότητα. Με άλλα λόγια, τα χαρακτηριστικά του δομημένου περιβάλλοντος αυξάνουν την ενδεχόμενη καταστροφικότητα που μπορεί να έχουν οι σεισμοί και πρέπει να είμαστε σε συνεχή επαγρύπνηση.
Κατά συνέπεια σε μακροχρόνια βάση οι σεισμοί υπήρξαν, θα υπάρξουν στο μέλλον και όσα έχουμε καταφέρει με την αντισεισμική πολιτική δεν θα πρέπει να μας κάνουν να επαναπαυόμαστε, αλλά να βλέπουμε τους κινδύνους και να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε από πλευράς αντισεισμικών κατασκευών και προστασίας των μεγάλων έργων. Έχουμε μπροστά μας νέες προκλήσεις και ελπίζω να μην διαψευστώ ότι η δημιουργία του νέου υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας και η ένταξη σε αυτό του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας είναι θεσμικά ένα σωστό μέτρο το οποίο εάν αξιοποιηθεί κατάλληλα θα μπορέσει να αποδώσει θετικούς καρπούς».
Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τους σεισμούς καθώς κατά τον κ. Παπαδόπουλο ένας ακόμη πολύ σημαντικός παράγοντας είναι ότι «ένα μεγάλο μέρος του δομικού ιστού της χώρας είναι χτισμένο με τους αντισεισμικούς κανονισμούς που ξεκίνησαν να ισχύουν από το 1960 και σταδιακά βελτιώθηκαν. Υπολογίστε σε αυτό και τη φυσική γήρανση των κτιρίων, αλλά και το περίπου 40% των κτισμάτων τα οποία είναι χτισμένα πριν το 1959 χωρίς, δηλαδή, αντισεισμικό κανονισμό και θα καταλάβετε γιατί επιμένω και σας λέω ότι δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τους σεισμούς».
Οι εξαγγελίες του κ. Στυλιανίδη
Ο Γερ. Παπαδόπουλος στέλνει επίσης σαφές μήνυμα στον Χρ. Στυλιανίδη ο οποίος έχει ζητήσει την συνεργασία με τους ερευνητικούς φορείς για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. «Συμφωνώ με την επισήμανση του νέου Υπουργού ότι στην αντιμετώπιση των φυσικών κινδύνων πρέπει να αξιοποιήσουμε όλα τα επιστημονικά και τεχνολογικά όπλα που διαθέτουμε. Αναμένουμε από τον υπουργό τις κατάλληλες θεσμικές και ουσιαστικές κινήσεις που θα αναδείξουν την εντατικοποίηση της αξιοποίησης των ερευνητικών φορέων, ενώ θα πρέπει να γίνει πιο εντατική η αξιολόγηση του κινδύνου λόγω σεισμών με πιο σύγχρονα μέσα, αντλώντας την εμπειρία από χώρες όπως η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη. Έχουμε καλά σημάδια καθώς τις δυο τελευταίες φορές που συνεδρίασε η Επιτροπή Σεισμικού Κινδύνου συμμετείχε ο νέος υπουργός κάτι που έγινε για πρώτη φορά και έδειξε πόσο τον ενδιαφέρει το έργο που μπορεί να προσφέρουμε στο νέο υπουργείο και άρα αναμένω να γίνει μια τέτοια αξιοποίηση που να μπορεί να αναβαθμίσει τον ρόλο της Αντισεισμικής Πολιτικής και του νέου υπουργείου στο θέμα των σεισμών και των υπόλοιπων φυσικών καταστροφών». Παράλληλα ο κ. Παπαδόπουλος ζητά μέσω του iEidiseis να υπάρχει ένας τακτικός χρόνος συνεδριάσεων των επιστημόνων. «Στην Ιαπωνία γίνεται τακτικά κάθε τρεις μήνες και παρουσιάζονται τα αποτελέσματα όλων των νέων ερευνών και θα πρέπει και στην Ελλάδα να καθιερώσουμε αντίστοιχες συνεδριάσεις έστω κάθε έξι μήνες».
«Ξέρετε» καταλήγει «οφείλουμε όλοι μας να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο ανθρώπων, οι οποίοι συνεργαζόμενοι με τις κεντρικές υπηρεσίες που έχουν τις γνώσεις και την τεχνογνωσία να μεταφέρουν την ενημέρωση στους πολίτες. Θα μπορούσε να είναι το δίκτυο των εκπαιδευτικών, το δίκτυο από τα γραφεία πολιτικής προστασίας των δήμων και των περιφερειών της Ελλάδας, και κάτω από τη θεσμική δύναμη που αποκτά το νέο υπουργείο να αλλάξουμε ως κοινωνία την κουλτούρα μας γύρω από τους σεισμούς και τους άλλους κινδύνους, δίνοντας έμφαση στην πρόληψη.
Και όλα αυτά με τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση των νέων επιστημονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, π.χ. αυτό ήδη το κάνει η Ιταλία εδώ και χρόνια. Το γνωρίζω πολύ καλά, γιατί έχω συνεργαστεί στενά με την Ιταλική Πολιτική Προστασία. Στην Ιταλία, ο μεγαλύτερος χρηματοδότης εφαρμοσμένης έρευνας στον τομέα των φυσικών κινδύνων είναι το υπουργείο πολιτικής προστασίας.
Τέλος ο κ. Παπαδόπουλος δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι «πρέπει να σταματήσουμε να φοβόμαστε τους σεισμούς και να μάθουμε να ζούμε με τους κανόνες της φύσης. Επιτέλους δεν πρέπει να χάσουμε άλλο χρόνο και να προσπαθήσουμε να είμαστε έτοιμοι στο 100% πριν από το επόμενο μεγάλο φυσικό φαινόμενο».
ΠΗΓΗ: iEidiseis