Μεθοδικά και αδίστακτα υλοποιεί το πρόγραμμά της και θέτει σε κίνδυνο ακόμη και τα εθνικά μας συμφέροντα. Φτωχοποιεί όλο και περισσότερο τους πολλούς και ευνοεί τους λίγους και ημέτερούς της, που αυξάνουν τον πλούτο και τις καταθέσεις τους, μετατρέποντας την κρίση σε ευκαιρία προς ίδιον όφελος.
Με αυτά ως δεδομένα, θεωρώ ότι η μόνη απάντηση που ταιριάζει, τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι η ενότητα όλων των προοδευτικών δυνάμεων.
Διαχρονικά αυτό ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα αφού οι προοδευτικές δυνάμεις έθεταν και θέτουν πάρα πολλούς όρους, συνήθως ιδεολογικού επιπέδου, που ακυρώνουν στην πράξη την ενότητα. Ξεχνούν έτσι ότι ο αντίπαλος πάντα είναι η Δεξιά και όχι η Αριστερά, με αποτέλεσμα η κυριαρχία των συντηρητικών και αντιλαϊκών δυνάμεων να συνεχίζεται.
Συνέπεια αυτού είναι ο λαός να υποφέρει από τις εφαρμοζόμενες αντιλαϊκές πολιτικές και αυτοί που έπρεπε να τον υποστηρίζουν αντιδικούν για το ποιος είναι λιγότερο ή περισσότερο αριστερός, σοσιαλιστής ή σοσιαλδημοκράτης. Η Δεξιά δεν έχει τέτοιου είδους προβλήματα, η «δουλειά» της να γίνεται και ας είναι με ακροδεξιούς, κεντροδεξιούς και λοιπούς πρόθυμους.
Άποψή μου λοιπόν είναι ότι:
Όταν η κυβέρνηση έχει καταφέρει να είμαστε στις πρώτες θέσεις σε θανάτους από την πανδημία, ενώ ταυτόχρονα αποδομεί παντοιοτρόπως έως διαλύσεως το Εθνικό Σύστημα Υγείας, για χάρη των ιδιωτών παρόχων υπηρεσιών υγείας.
Όταν, εν μέσω της μεγάλης ενεργειακής κρίσης, επιταχύνει το κλείσιμο των λιγνιτοπαραγωγικών μονάδων, για χάρη των ενεργειακών ομίλων που εμπορεύονται το φυσικό αέριο, ενώ πλούσιες χώρες όπως π.χ. η Γερμανία θέτει ως ορίζοντα για την απολιγνιτοποίηση το 2030.
Όταν αρνείται να μειώσει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όπως έκαναν άλλες χώρες στην Ε.Ε., επειδή ίσως το εισηγήθηκε η Αξιωματική Αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα τα λαϊκά στρώματα να μη μπορούν να χρησιμοποιήσουν ούτε τα οχήματα τους.
Όταν μοιράζει ψίχουλα, κατά τη δική της έκφραση, για την αντιμετώπιση των αυξήσεων στον ηλεκτρισμό και εν γένει την ακρίβεια, αρνούμενη να παρέμβει ουσιαστικά στην αγορά, όπως αντιθέτως έκαναν πολλές χώρες της Ε.Ε., για να μη μειωθούν τα κέρδη των ολίγων εκλεκτών της.
Όταν αδυνατεί να διαχειριστεί οιοδήποτε πρόβλημα ενσκήπτει στη χώρα, ενώ ακριβώς γι’ αυτό εκλέγεται η κάθε κυβέρνηση.
Όταν το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να μοιράζει χρήματα στους «κολλητούς» μέσω των απευθείας αναθέσεων.
Όταν θεωρεί ότι με έναν πόλεμο στην Ευρώπη δεν είναι χρήσιμη η συνεδρίαση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών.
Όταν και στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής αρκέστηκε στο ρόλο του κομπάρσου σε αντίθεση με άλλες χώρες του Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία που κέρδισαν την εξαίρεση και έτσι μπορούν να θέσουν πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου και να φορολογήσουν τα υπερκέρδη των ηλεκτροπαραγωγών.
Όταν οι πολίτες, ακόμη και αυτοί που ξεγελάστηκαν από τις υποσχέσεις και την ψήφισαν, υποφέρουν και αγανακτούν από τις βαρύτατες συνέπειες της άφρονος πολιτικής της.
Τότε αυτή είναι μια επικίνδυνη κυβέρνηση.
Τότε δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία στις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου, για να μην συγκλίνουν στο στοιχειώδες, που δεν είναι άλλο από το να φύγει αυτή η καταστροφική κυβέρνηση.
Αυτονόητο είναι ότι σε αυτό το στόχο πρωταγωνιστής είναι πάντα ο Λαός. Ο οποίος ναι μεν δεν είναι εύκολο να γνωρίζει με λεπτομέρειες τα προγράμματα των κομμάτων, αλλά τώρα πια δεν υπάρχει δικαιολογία, αφού πλέον όλοι οι πολίτες βιώνουν καθημερινά τι σημαίνει νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Και αυτό βεβαίως πρέπει να το θυμούνται όταν θα έρθει η ημέρα των εκλογών.
Τα δε κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, οφείλουν να χαράξουν από κοινού ένα ελάχιστο σχέδιο άμεσων και εφικτών προγραμματικών θέσεων, για τα εθνικά ζητήματα, την πανδημία, την ακρίβεια και την λιτότητα για την άμεση αντιμετώπιση των καταστρεπτικών συνεπειών του άκρατου νεοφιλελευθερισμού των τελευταίων ετών.
Η χώρα έχει ανάγκη να επιστρέψει στην κανονικότητα και αυτό μόνο οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να το επιτύχουν. Και δεν είναι δυνητικό, είναι επιτακτική ανάγκη και υποχρέωση απέναντι στο λαό και την πατρίδα.
Ας το τολμήσουν!