Σύμφωνα με την νομοθεσία της υποχρεωτικής φοίτησης των παιδιών στο Νηπιαγωγείο, καθ’ όλη την διάρκεια της σχολικής χρονιάς ακολουθείται συγκεκριμένο πρόγραμμα προετοιμασίας με σκοπό να ετοιμάσει τα παιδιά όσο το δυνατόν καλύτερα για αυτή την μετάβαση. Το πρόγραμμα αυτό εμπεριέχει τις γνωστικές, λεκτικές, κινητικές και συναισθηματικές δεξιότητες που συμβαδίζουν με την φυσιολογική ψυχοσυναισθηματική και νοητική ανάπτυξη των παιδιών αυτής της ηλικίας. Η πλειοψηφία των παιδιών ανταποκρίνεται επαρκώς σε αυτή την προετοιμασία, δίνοντάς μας την σιγουριά ότι το παιδί κατέχει τις απαραίτητες δεξιότητες για το μεγάλο βήμα προς το Δημοτικό. Η προετοιμασία αυτή αφορά:
- Την ωρίμανση των γλωσσικών δεξιοτήτων
- Την ικανότητα συνεργασίας και ακολουθίας κανόνων
- Την συγκέντρωση και την οργάνωση
- Τις λεπτές και αδρές κινητικές δεξιότητες
- Την ευελιξία της σκέψης στην κοινωνικοποίηση και στην επίλυση προβλημάτων
- Την δυνατή ακουστική και οπτική μνήμη
- Την γραφο-φωνημική ενημερότητα
- Την συναισθηματική ωρίμανση και αυτοέλεγχο
Τί συμβαίνει όμως με τα παιδιά που συναντούν δυσκολίες; Μπορούμε να τις ξεπεράσουμε και να συμβαδίσουμε με τους υπόλοιπους συμμαθητές;
Τις περισσότερες φορές η νηπιαγωγός είναι εκείνη που εντοπίζει τις δυσκολίες του κάθε παιδιού και ενημερώνει αναλυτικά τους γονείς. Επιπλέον είναι διαθέσιμα σταθμισμένα τεστ σχολικής ετοιμότητας τα οποία χορηγούνται μόνο από πιστοποιημένους θεραπευτές (λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, ειδικούς παιδαγωγούς) που μας δίνουν μια αξιόλογη εικόνα του επιπέδου που βρίσκεται το παιδί. Οι δυσκολίες μπορεί να αφορούν μια ή περισσότερες από τις βασικές δεξιότητες που απαιτούνται για την σχολική ετοιμότητα, οπότε ο εντοπισμός και η ακριβής αναφορά τους θα βοηθήσει να δουλέψουνε πάνω σε αυτές. Η λειτουργία των τάξεων ένταξης στα πλαίσια του νηπιαγωγείου έχει βοηθήσει πολλά παιδιά να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους και να καλύψουν σημαντικά τα κενά των παιδιών που δυσκολεύονται.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που οι δυσκολίες επιμένουν και το παιδί δεν ανταποκρίνεται στις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να προχωρήσει στην πρώτη Δημοτικού. Έτσι οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με το δίλλημα να επαναλάβει το παιδί τους το νηπιαγωγείο και πόσο αυτό θα ωφελήσει. Αυτή η απόφαση δεν είναι εύκολη και συνήθως οι γονείς συμβουλεύονται εκπαιδευτικούς και τα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ) μέχρι να καταλήξουν με σιγουριά σε μια απάντηση. Γενικότερα εάν ένα παιδί δεν είναι γνωστικά και συναισθηματικά ώριμο να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του νηπιαγωγείου, τότε στην μεγαλύτερη σχολική βαθμίδα θα συναντήσει απροσπέλαστα εμπόδια καθώς η ύλη βασισμένη στους μηχανισμούς της γραφής και της ανάγνωσης ολοένα θα δυσκολεύει. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα έχει μόνο το θέμα να καλύψει τα κενά που υπάρχουν, αλλά το γεγονός ότι δεν θα μπορεί να παρακολουθήσει τον γρήγορο ρυθμό της ύλης των άλλων παιδιών, μοιραία θα οδηγήσει σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, απογοήτευση ακόμα και επιθετική συμπεριφορά. Πολλές φορές οι γονείς παίρνουν την απόφαση να επαναλάβει το παιδί την σχολική βαθμίδα του νηπιαγωγείου προκειμένου να προετοιμαστεί καλύτερα και να λάβει την υποστήριξη που χρειάζεται για να προχωρήσει χωρίς ελλείμματα την επόμενη χρονιά στο Δημοτικό.
Οτιδήποτε και αν αποφασιστεί από τους γονείς, το βασικότερο θα πρέπει να είναι η καλύτερη δυνατή υποστήριξη προς το παιδί και λιγότερο θα πρέπει να απασχολήσει η αποδοχή ότι δεν θα προχωρήσει με τους συμμαθητές του. Ο σεβασμός στους ρυθμούς μάθησης και ανάπτυξης κάθε παιδιού είναι πάντα προτεραιότητα και μόνο με την υποστήριξη θα ξεπεραστούν οι όποιες δυσκολίες. Θα μπορούσαμε λοιπόν κάλλιστα να αναρωτηθούμε: Είναι το νηπιαγωγείο ένας αγώνας δρόμου που θα ορίσει την σχολική επιτυχία ή αποτυχία του κάθε παιδιού; Ίσως σας βοηθήσει να κάνετε πιο σοφή επιλογή.