Διαβάζουμε στη «μηχανή του χρόνου»:
«Το Κράτος είμαι εγώ», διακήρυττε με αλαζονεία ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος ΙΔ’. Λειτουργούσε ως απόλυτος μονάρχης και δεν του ξέφευγε τίποτα από την εθνική θρησκεία μέχρι και τη συντήρηση των δέντρων....
Η καθυπόταξη ενός μονάρχη στον νόμο του λαού», έλεγε, «είναι η ύψιστη καταστροφή που μπορεί να συμβεί σε έναν ευγενή της σειράς μας»....
Θέσπισε νέους νόμους, εξαπέλυσε πολέμους, όρισε νέα πλαίσια στην τέχνη και τη λογοτεχνία, όλα με σκοπό να προβληθεί ο ίδιος. «Το κυρίαρχο πάθος μου είναι σίγουρα η αγάπη μου για τη δόξα», παραδέχτηκε κάποτε. Για βασιλικό έμβλημα, υιοθέτησε τον ήλιο, γιατί όπως εξηγούσε στα απομνημονεύματά του: της λάμψης που τον περιβάλλει, το φως που μεταδίδει στα άλλα ουράνια σώματα, τα οποία σχηματίζουν ένα είδος Αυλής γύρω του, η δίκαιη και ομαλή κατανομή του φωτός του ανάμεσα σε όλους τους τροπικούς της γης, που παράγει συνεχώς παντού χαρά, δραστηριότητα και ζωή είναι η πιο ωραία και έντονη εικόνα ενός μεγάλου μονάρχη»....
Τα μέλη της αριστοκρατίας σκοτώνονταν, προκειμένου να μπορούν να δίνουν στον βασιλιά το πουκάμισό του κάθε πρωί, να του κρατούν το κερί ή να τον συνοδεύουν στο κυνήγι. Ο βασιλιάς δημιούργησε εκατοντάδες ασήμαντες θέσεις, τις οποίες η αριστοκρατία ήταν πρόθυμη να αρπάξει με τεράστιο κόστος. «Ποιος θα τα αγοράσει», ρώτησε κάποτε... ο Λουδοβίκος των υπουργό Οικονομικών, Ντεμαρέ, ο οποίος ήθελε να δημιουργήσει κι άλλα τεχνητά αξιώματα....
«Η Μεγαλειότης σας αγνοεί ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα προνόμια του βασιλιά της Γαλλίας, απάντησε ο Ντεμαρέ, «Όταν ένας βασιλιάς δημιουργεί ένα αξίωμα, ο Θεός αμέσως δημιουργεί έναν ηλίθιο για να το αγοράσει».
Ένας άκαμπτος και εξαιρετικά λεπτομερής κώδικας εθιμοτυπίας αναπτύχθηκε στις Βερσαλλίες. Οι άνθρωποι ενθουσιάζονταν ο βασιλιάς τους έβγαζε το καπέλο υπό ορισμένη γωνία, κίνηση που υποδείκνυε διάφορα επίπεδα εύνοιας. «Αντικαθιστούσε τις πραγματικές αμοιβές με ιδεατές», έγραφε ο δούκας του Σεν Σιμόν, «και αυτές λειτουργούσαν μέσω της ζήλιας, των μικρόψυχων προτιμήσεων που έδειχνε πολλές φορές την ημέρα και της επιδεξιότητάς του στον τρόπο που τις έδειχνε.
Ο Λουδοβίκος έφτασε να περιβάλλεται από πλήθος συκοφαντών....
«Πολύ σύντομα, αφού έγινε κυρίαρχος, οι υπουργοί του, οι στρατηγοί του, οι ερωμένες του και οι αυλικοί του διαπίστωσαν ότι είχε έρωτα με τη δόξα», έγραφε ο Σεν Σιμόν. «Δεχόταν ευχαρίστως ακόμη και τις εντελώς και προφανώς προσποιητές και ψεύτικες φιλοφρονήσεις. Ο μόνος τρόπος να τον ευχαριστήσει κανείς ήταν η δουλοπρέπεια, η ταπεινότητα, ο αμετροεπής θαυμασμός και η γλοιώδης κολακεία. Επίσης λάτρευε να του δείχνουν ότι τον θεωρούσαν τη μοναδική πηγή σοφίας». Οι κόλακες σχημάτισαν ολόκληρη λεγεώνα. Υπήρχε, για παράδειγμα, ένας υπήκοος ο οποίος κάθε φορά που ο Λουδοβίκος τον ρωτούσε τι ώρα ήταν, απαντούσε με θέρμη: «Ό, τι ώρα επιθυμεί η Μεγαλειότης σας».
Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις σημερινές, δεν είναι διόλου συμπτωματική. Δυστυχώς. Παρόμοιοι «Λουδοβίκοι» υπάρχουν και στον δικό μας μικρόκοσμο, όπως παρόμοιοι αυλοκόλακες και συκοφάντες.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, παρά το ότι κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν πως, η φράση αυτή του Κάρλ Μάρξ, «δεν αφορούσε στην κυκλικότητα ή στην επαναληπτικότητα της ιστορίας, αλλά στις κληρονομιές του παρελθόντος στο παρόν και για το πώς η ιστορία διαμορφώνεται ταυτόχρονα τόσο από τις ευρύτερες συνθήκες, όσο και από τις αποφάσεις, πράξεις και αντιλήψεις ατόμων, τάξεων και ομάδων».
Αυτό ακριβώς εννοούμε κι εμείς. Τις κληρονομιές του παρελθόντος που αποτελούν το σήμερα…