Πρόκειται για πηχυαίους τίτλους, που –κάποιοι στην υπερβολή τους– προσπαθούν να περιγράψουν το φαινόμενο της έλλειψης προσωπικού στη χώρα μας, ενός κατά γενική ομολογία δύσκολου, πολυπαραγοντικού προβλήματος, που δεν είναι όμως μόνον ελληνικό. Ο ίδιος ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας Άδωνις Γεωργιάδης προσπαθώντας να περιγράψει το φαινόμενο, δηλώνει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ότι ενώ ως υπουργός Ανάπτυξης δεχόταν αιτήματα από ανέργους ώστε να βοηθήσει να βρουν δουλειά, πλέον, ακούει από επιχειρηματίες την ίδια επωδό: «Δεν βρίσκουμε προσωπικό».
Κι ενώ θα πίστευε κανείς ότι τα αιτήματα αφορούν μόνον τον πρωτογενή τομέα, με αιχμή τη συγκομιδή προϊόντων, όπως είναι οι ελιές, τα μήλα, οι φράουλες κ.λπ., όπου η παραγωγή δεν είναι μηχανοποιημένη, η αλήθεια τον διαψεύδει: οι ανάγκες είναι παντού. Στις επιχειρήσεις του τουρισμού και στην εστίαση, στις βιομηχανίες και στις βιοτεχνίες, στις κατασκευές, στα τεχνικά επαγγέλματα, στα σούπερ μάρκετ, στις πωλήσεις, στις υπηρεσίες, αλλά και στις άκρως εξειδικευμένες θέσεις της πληροφορικής, του προγραμματισμού και ούτω καθ’ εξής.
Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης και ο θόρυβος που δημιούργησε, καταδεικνύουν και την αναγκαιότητα εξεύρεσης εργαζομένων, σχεδόν με κάθε τρόπο, καθώς η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε ανθεκτική έναντι των εξωτερικών κραδασμών, ενώ η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις επενδύσεις. Έτσι, η απασχόληση προβλέπεται να ενισχυθεί περαιτέρω, αν και με πιο ήπιο ρυθμό σε συνάρτηση με την οικονομική δραστηριότητα, η μείωση της ανεργίας θα συνεχιστεί και μένει να αποδειχθεί εάν θα ισχύσει τελικά ο πλέον γνωστός οικονομικός νόμος της αγοράς, περί της προσφοράς και της ζήτησης, αναφορικά με τους μισθούς, που παραδόξως παραμένουν χαμηλοί σε σχέση με τη ζήτηση εργασίας.
Σε αυτό το περιβάλλον, η αναζήτηση των λόγων που οι επιχειρήσεις μένουν χωρίς προσωπικό και οι άνεργοι χωρίς δουλειές αναδεικνύεται ως αναγκαία συνθήκη για την επίλυση ενός προβλήματος που, σύμφωνα με τους ειδικούς, θα συνεχίσει να προκαλεί… πονοκέφαλο σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, για αρκετά χρόνια ακόμη. Άλλωστε, η δημογραφική μείωση του πληθυσμού αναπόφευκτα θα περιορίσει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, ενώ οι εγγενείς αδυναμίες του εγχώριου εκπαιδευτικού μας συστήματος αναμένεται να εξακολουθήσουν να δυσκολεύουν την επίλυση ενός εξαιρετικά σύνθετου προβλήματος. Και βέβαια, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί ο ρόλος των σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, που αναπόφευκτα διαμορφώνουν νέες τάσεις και συμπεριφορές κυρίως όσον αφορά τους νέους εργαζομένους.
Πρώτη και βασική αιτία του προβλήματος είναι, όπως επισημαίνουν όλοι οι ειδικοί με τους οποίους συνομίλησε η «Κ», η αναντιστοιχία δεξιοτήτων μεταξύ προσφοράς και ζήτησης (skills mismatch). Όπως τονίζει ο διοικητής της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ) Σπύρος Πρωτοψάλτης, τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης διαχρονικά δεν είναι συνδεδεμένα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, την ίδια στιγμή που προχωράει ταχύτατα η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση της οικονομίας.
Σε αυτό το σημείο βέβαια πρέπει να προστεθεί και το εξής παράδοξο, σημειώνει ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Χρήστος Γούλας: Η ελληνική αγορά εργασίας συνιστά μια ιδιότυπη εξαίρεση στον κανόνα προσφοράς – ζήτησης. Εκεί που η μειωμένη προσφορά δεξιοτήτων εκ μέρους των εργαζομένων θα έπρεπε να προκαλεί αύξηση των προσφερόμενων μισθών, στην Ελλάδα τα αποτελέσματα εμφανίζονται εντυπωσιακά αντίστροφα: η έλλειψη δεξιοτήτων μεταφράζεται στην καθήλωση του μέσου ετήσιου μισθού στην τελευταία θέση της κατάταξης σε σχέση με το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Ίσως οι Έλληνες εργοδότες προσφεύγουν σε έναν λανθασμένο ορισμό της κατάστασης», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Γούλας, εκτιμώντας ότι είναι πολύ πιθανό να βαφτίζουν ως «έλλειμμα δεξιοτήτων» το έλλειμμα παρεχόμενων κινήτρων, κυρίως μισθολογικών, και την παρεπόμενη δική τους αδυναμία να προσελκύσουν ειδικευμένους εργαζομένους.
Χαμηλές απολαβές
Οι μη ελκυστικές συνθήκες εργασίας και οι χαμηλές απολαβές σε πολλούς κλάδους, ειδικότητες, θέσεις και επιχειρήσεις είναι επίσης ένας σημαντικός λόγος που μαζί με την έλλειψη συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη χαμηλή κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις επιτείνουν το πρόβλημα. Μάλιστα, όπως επισημαίνει στην «Κ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθύντρια του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ (ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ) Βάλια Αρανίτου, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου που παρατηρείται στη χώρα μας τις τελευταίες πολλές δεκαετίες είχε ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση των κοινωνικοοικονομικών προτύπων, και κυρίως ως προς το τι οι άνθρωποι θεωρούν καλύτερο σε σχέση με το βιοτικό τους επίπεδο, το οικονομικό και κοινωνικό τους στάτους αλλά και την ποιότητα ζωής τους.
Έτσι, δύσκολα ένας νέος θα πάει σήμερα να μαζέψει ελιές ή φράουλες, τονίζει χαρακτηριστικά. Κάτι που επισήμανε και ο υπουργός Εργασίας Άδωνις Γεωργιάδης, όταν δήλωσε ότι οι Έλληνες δεν θέλουν να κάνουν χειρωνακτικές εργασίας, παραθέτοντας ως παράδειγμα το γεγονός ότι από το 2021 υπάρχει διάταξη που προβλέπει τη δυνατότητα των μακροχρόνια ανέργων να λαμβάνουν επιδότηση της τάξης των 50 ευρώ την ημέρα συν τον μισθό που θα τους δίνει ο εργοδότης που θα τους προσλάβει για να κάνουν αγροτικές εργασίες, χωρίς να χάσουν την κάρτα του μακροχρόνιου ανέργου και μέχρι σήμερα δεν έχει κάνει χρήση της διάταξης αυτής ούτε ένας άνεργος.
Σημαντική αιτία θεωρεί ο διοικητής της ΔΥΠΑ Σπύρος Πρωτοψάλτης και τη χωρική αναντιστοιχία μεταξύ των περιοχών που βρίσκονται οι δουλειές και αυτών που κατοικούν οι άνεργοι (spatial mismatch). Μάλιστα, σύμφωνα με τον κ. Πρωτοψάλτη, η έλλειψη πρόσβασης αλλά και η ανυπαρξία κουλτούρας κινητικότητας αποτελούν εμπόδιο για τη σύζευξη προσφοράς και ζήτησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιοχές όπως η Μάνδρα, η Μαγούλα και η Ελευσίνα, όπου υπάρχει μεγάλη ανάγκη για εργαζομένους, δεν υπάρχει ικανοποιητική σύνδεση των συγκεκριμένων περιοχών με την υπόλοιπη Αττική, με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, με αποτέλεσμα οι άνεργοι να αρνούνται να πάνε να εργαστούν. Αντίστοιχα, καθώς οι Έλληνες δύσκολα φεύγουν από τον τόπο διαμονής τους για να πάνε κάπου αλλού –εκτός Αττικής– να εργασθούν, το πρόγραμμα μεταφοράς ανέργων από τη Δυτική Μακεδονία στην Κρήτη, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες για το μάζεμα των ελιών, απέτυχε. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπέβαλαν αίτηση μόλις 30 άτομα και τελικά δέχθηκαν να πάνε –με επιδότηση της μεταφοράς, της στέγασης και της εργασίας– δύο με τρεις άνεργοι.
Στις επιπλέον αιτίες του προβλήματος συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων:
• Οι διακρίσεις στις πρακτικές προσλήψεων, όπως η διάκριση λόγω ηλικίας ή φύλου, που δυστυχώς δεν έχουν εκλείψει.
• Η έλλειψη πληροφόρησης.
• Η έλλειψη κοινωνικών δομών όπως φύλαξης παιδιών ή ηλικιωμένων κ.λπ. οδηγεί σε άρνηση κυρίως των γυναικών να βγουν στην αγορά εργασίας. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η κ. Αρανίτου, «κοστίζει περισσότερο το να δουλεύουν δύο σε μια οικογένεια παρά ένας με καλύτερο μισθό, αφού το κόστος για την κάλυψη αναγκών όπως φύλαξη και διάβασμα παιδιών, εξυπηρέτηση υπερηλίκων κ.λπ. είναι υψηλότερο από τον δεύτερο μισθό».
• Η πολύ ακριβή καθημερινότητα, σε ενοίκια, διατροφή, είδη πρώτης ανάγκης και μετακινήσεις.
• Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος που αυξάνει τη μαύρη εργασία, η οποία είναι φθηνότερη και χωρίς δεσμεύσεις.
• Η ανάγκη εξισορρόπησης οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, τάση που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά το σοκ της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού.
• Το πρόβλημα στην παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας: Στη χώρα μας δύο στις τρεις επιχειρήσεις συνεχίζουν να βασίζονται στην ένταση εργασίας και όχι στην ένταση γνώσης και την καινοτομία.
• Ο ιδιαίτερα χαμηλός δείκτης επενδύσεων παγίων.
• Η μειούμενη μεν, συνεχιζόμενη δε, εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό, χωρίς άμεσα προβλεπόμενη ανάκτηση των εκροών που σημειώθηκαν τα χρόνια της κρίσης.
Σε πρωτογενή τομέα, τουρισμό, κατασκευές, οι μεγαλύτερες ανάγκες
Περίπου 400.000 αιτήματα για την κάλυψη κενών θέσεων εργασίας από ξένους δέχθηκε επισήμως το υπουργείο Εργασίας, με τις μεγαλύτερες ανάγκες να προέρχονται από τον πρωτογενή τομέα και να ακολουθούν ο τουρισμός και τα καταλύματα, οι κατασκευές, αλλά και η βιομηχανία και οι υπηρεσίες. Αφορούσαν δε ανειδίκευτους εργάτες γης και οικοδομής, έως σφαγείς και εργάτες σε παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, ανιματέρ, αλλά και εργάτες αεροδρομίων.
Τελικά, εγκρίθηκε η εισαγωγή 148.000 εργαζομένων από τρίτες χώρες, συν 20.000 θέσεις που καλύπτονται με διμερείς συμφωνίες με την Αίγυπτο και το Μπανγκλαντές, για τις κενές θέσεις εργασίας, ήτοι σχεδόν το 40% των αιτημάτων, που ανέρχονταν σε 379.165. Το 65% των αιτημάτων (246.000) έρχεται από τον πρωτογενή τομέα. Και είναι χαρακτηριστικό πως ενώ οι περισσότερες κενές θέσεις (168.000) είναι για εποχικούς εργαζομένους (για παράδειγμα, συγκομιδή φράουλας), εντοπίζονται και 70.000 κενά σε θέσεις εξαρτημένης εργασίας, δηλαδή πιο σταθερής δουλειάς στον πρωτογενή τομέα.
Τα κενά στον τουρισμό και στην εστίαση είναι 80.000, ενώ 12.000 εργατικά χέρια λείπουν από τις κατασκευές, που βρίσκονται σε άνθηση λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης και των μεγάλων έργων που έχουν μπει σε τροχιά. Ενδιαφέρον είναι πως και στη βιομηχανία οι ελλείψεις εκτιμώνται σε περίπου 18.000 με 20.000, παρότι το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι φωνές και τα αιτήματα ενδέχεται να ξεπερνούν πλέον και τις 90.000. Βέβαια, στο υπουργείο Εργασίας εκτιμούν πως συνήθως τα αιτήματα είναι «φουσκωμένα». Στην οικοδομή, πάντως, οι εργάτες είναι δυσεύρετοι, ενώ οι περισσότεροι πρώην αλλοδαποί εργάτες (κυρίως από Αλβανία) τώρα έχουν γίνει εργολάβοι, ενώ οι υπόλοιποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μας. Άλλωστε, τα μεροκάματα στην Ελλάδα δεν απέχουν πλέον πολύ από αυτά της χώρας τους κι έτσι η αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τεράστιες ελλείψεις παρατηρούνται, βέβαια, ακόμη και στα τεχνικά επαγγέλματα των υδραυλικών, ηλεκτρολόγων και γενικά των συντηρητών ή ακόμη και των τεχνιτών επισκευής οχημάτων. Αλλά και σε επίπεδο εξειδικευμένων ειδικοτήτων, σοβαρές ελλείψεις καταγράφονται σε ειδικευόμενους λογιστές – φοροτεχνικούς, πολύ δύσκολη είναι η εύρεση προγραμματιστών, ενώ ανάγκη καταγράφεται και για εξειδικευμένα στελέχη πληροφορικής. Περισσότερες από 9.000 θέσεις εκτιμάται πως λείπουν από τα σούπερ μάρκετ.
Με δεδομένη την καταγραφή των αναγκών και τη διερεύνηση των αιτιών, η ΔΥΠΑ, όπως επισημαίνει στην «Κ» ο διοικητής της Σπύρος Πρωτοψάλτης, έχει επενδύσει:
α) Στο μεγαλύτερο πρόγραμμα κατάρτισης και επανακατάρτισης που έχει γίνει ποτέ στη χώρα, για απόκτηση και αναβάθμιση ψηφιακών και πράσινων δεξιοτήτων.
β) Στην ενίσχυση και αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και στην επικαιροποίηση των προγραμμάτων σπουδών και στον εκσυγχρονισμό των εργαστηρίων, αλλά και
γ) Σε νέες δράσεις και εργαλεία σύζευξης, όπως οι Ημέρες Καριέρας, η πλατφόρμα hotjobs, τα εργαστήρια συμβουλευτικής και η υπηρεσία MyDYPAlive, και το νέο ΑΙ matching tool που ετοιμάζεται με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Τέλος, συνεχίζονται τα προγράμματα επιδότησης νέων θέσεων εργασίας, μέσω των οποίων πάνω από 160.000 άνεργοι έχουν βρει δουλειά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ενώ και το 2024 θα δοθεί προτεραιότητα στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης.
Πηγή: Καθημερινή
Ρεπορτάζ: Ρούλα Σαλούρου