Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για αυτό: (α) η αντικειμενική μείωσή της παραγωγής σε ορισμένες καλλιέργειες λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών. Αυτό, για παράδειγμα, παρατηρήθηκε φέτος στην ελαιοπαραγωγή λόγω παρατεταμένης ξηρασίας με την κατακόρυφη αύξηση της τιμής του ελαιόλαδου, η οποία εκτιμάται ότι μπορεί να αγγίξει και τα 15 €/λίτρο (β) την έλλειψη επαρκούς μεταποιητικής δραστηριότητας που να εξασφαλίζει την εγχώρια απορρόφηση της εθνικής παραγωγής. Πάλι εδώ θα σταθούμε στο παράδειγμα της ελαιοπαραγωγής, καθώς μόνο το 20% του παραγόμενου ελαιόλαδου τυποποιείται, με τον υπόλοιπο όγκο είτε να διοχετεύεται στο εξωτερικό ή να κυκλοφορεί χύμα (αφορά κυρίως το λάδι κατώτερης ποιότητας) και (γ) την απόλυτη ανεπάρκεια εργατικού δυναμικού για να εκτελέσει τις απαραίτητες γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Ο τελευταίος παράγοντας είναι ιδιαίτερα σημαντικός άν και εν πολλοίς άγνωστος στο τμήμα του πληθυσμού το οποίο δεν έχει επαφή με τα αγροτικά ζητήματα.
Η έλλειψη αγροεργατών έχει οδηγήσει πολλούς παραγωγούς να εγκαταλείψουν μέρος της δραστηριότητας τους, ιδιαίτερα όσον αφορά τη συγκομιδή ή τη φροντίδα κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων, δραστηριότητες οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή ένταση εργασίας. Και αυτό παρά το γεγονός ότι, ειδικά για την κτηνοτροφία, προσφέρονται ως κίνητρο απασχόλησης μισθοί μέχρι και 1500 €/μήνα με πλήρη κάλυψή διαμονής και σίτισης, ενώ ημερομίσθια της τάξης των 45-50 € θεωρούνται πλέον ως τα ελάχιστα αποδεκτά. Έχει υπολογιστεί ότι οι ανάγκες σε εργατικό δυναμικό της ελληνικής αγροτικής παραγωγής ξεπερνούν τα 200,000 άτομα, μέρος των οποίων μπορεί να καλυφθεί προσωρινά και υπό όρους με την πρόσκληση ξένων εργατών. Την πλέον πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση προς αυτή την κατεύθυνση αντιπροσωπέυει η Κοινή Υπουργικη Απόφαση ΚΥΑ 35400 (ΦΕΚ Β 2189/3-4-2023) «Καθορισμός ανώτατου αριθμού αδειών διαμονής για εργασία πολιτών τρίτων χωρών για τα έτη 2023 & 2024» με την οποία προβλέφθηκε η διαδικασία απασχόλησης περίπου 50,000 αλλοδαπών εποχικών εργαζόμενων στη γεωργία και την αλιεία.
Η απάντηση είναι ότι, δυστυχώς, η χώρα μας, εκτός από πρωταθλήτρια στον πληθωρισμό των τροφίμων, διακρίνεται και από έναν εξαιρετικά χαμηλό ρυθμό ανανέωσης του πληθυσμού: με αρνητικό δείκτη -10,7% κατέχει τη μεγαλύτερη υπογεννητικότητα από τις χώρες της Ε.Ε. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τις αγροτικές κοινότητες, όπου σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (ελλείψεις σε υποδομές εκπαίδευσης και περίθαλψης, υποβαθμισμένες πολιτιστικές δραστηριότητες, δυσκολίες γεωγραφικής πρόσβασης, κ.ά.) οι οποίοι λειτουργούν ως αντικίνητρα παραμονής στην ύπαιθρο, ο πληθυσμός είναι ιδιαίτερα γηρασμένος και ως εκ τούτου ανεπαρκής για την εκτέλεση των αγροτικών δραστηριοτήτων στο πλήρες φάσμα και κλίμακα που απαιτείται. Είναι λοιπόν περισσότερο από σαφές ότι το δημογραφικό μας πρόβλημα συνδέεται άμεσα με την επιβίωση του ελληνικού αγροτικού κλάδου και ότι αυτό συνεπάγεται για τη μελλοντική εξέλιξη τόσο των τιμών, όσο και της επάρκειας των τροφίμων για τον πληθυσμό της χώρας μας. Είαι ζήτημα εθνικής προτεραιότητας η ανάληψη κάθε εφικτής πρωτοβουλίας για την επίλυση αυτού του προβλήματος.