Οι κοπέλες της Κεφάλου κάνουν τεράστιους λαζάρους και τους στέλλουν στους «αρμαστούς» (αρραβωνιαστικούς) τους. Τους λαζάρους γενικά, που αποτελούν ωραίο νηστήσιμο γλύκισμα, τους μοιράζουν την παραμονή των Βαΐων στα φιλικά σπίτια, αλλά φυλάνε και μερικούς στα εικονίσματα μέχρι το Πάσχα «που αναστήνεται» ο Χριστός, οπότε τοποθετούνται εκεί τα κόκκινα αυγά της Λαμπρής. Το Σάββατο του Λαζάρου τα παιδιά, κρατώντας μικρούς και τρυφερούς κλάδους φοινικιάς, λένε το τραγούδι:
- Πούσαι Λάζαρε, πού είναι η φωνή σου;
και σε γύρευε η Μάρθα η αδελφή σου;
-Ήμουνα στη γη χωμένος
κι από τους νεκρούς, νεκρός κι αναστημένος.
Βάγια βάγια των Βαγιών τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή τρων’ το κόκκινο αρνί
και το κόκκινο αυγό, που κυλάει στον ποταμό
και το τρώει ο λαός, ο λαγός κι ο ποντικός.
Την Κυριακή των «Βαγιών» στις εκκλησιές γίνεται διανομή σταυρών, που πλέκονται καλλιτεχνικά από πραγματικά βάγια του νησιού. Ο «καλόερος» (νεωκόρος) κάθε εκκλησιάς γύριζε παλαιότερα την ενορία και μάζευε ένα αυγό για εκείνον κι ένα για «τον Δεσπότη», δώρα του Πάσχα.
Τη Μεγάλη Πέμπτη έξω στις αυλές των σπιτιών γινόταν στο παρελθόν μια ιεροτελεστία. Άναβαν καζάνια μέσα στα οποία έριχναν διάφορα φύλλα και χόρτα για να βάψουν μ’ αυτά τα αυγά της Λαμπρής, που κουβαλούσαν χαρούμενα τα παιδιά μέσα σε μικρά καλάθια. Από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης μέχρι τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής πολλές μαυροφόρες μοιρολογίστρες των χωριών κάνουν ολονυχτία μπροστά στον Εσταυρωμένο της ενορίας τους, ψάλλοντας το «Κανάκι του Χριστού», ένα συγκινητικό μοιρολόι για τον σταυρικό θάνατο του Χριστού. Επίσης συμμετέχουν και στο στόλισμα του Επιταφίου. Το πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής οι Κώοι επισκέπτονται τα κοιμητήρια και εναποθέτουν στους τάφους των συγγενών τους ανθοδέσμες και στεφάνια λουλουδιών. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής κατανυκτική είναι η περιφορά των Επιταφίων όλων των εκκλησιών.
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου οι νοικοκυρές της Κω, εκτός από τα κουλλούρgια, τα «ψιλοκούλλουρα», δηλ. τα ζαχαροκούλουρα με βούτυρο, αλειμμένα με αυγό, σε διάφορα σχήματα, τα εφτάζυμα και τις «αυγκούλλες» με το κόκκινο αυγό στη μέση, ζυμώνουν και τις «λαμπρόπιτες». Οι λαμπρόπιτες είναι τυρόπιτες στρογγυλές και πολύ μεγαλύτερες από τις συνηθισμένες. Το ζυμάρι παίρνει σχήμα κυκλικό και βαθουλωτό σαν πιάτο, που γεμίζεται με «προσφά», δηλ φρέσκια ανάλατη μυζήθρα, ζυμωμένη με άφθονα αυγά και λίγο προζύμι. Τις λαμπρόπιτες, που κάνουν σε μεγάλες ποσότητες, μοιράζουν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια καθώς αποτελούν ένα ξεχωριστό έδεσμα για όλους τους κατοίκους της Κω.
Την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου ετοιμάζουν και τα σφαγμένα αρνιά, που το έθιμο της Κω τα θέλει όχι σουβλιστά, αλλά «φουρνιστά» μέσα σε πήλινες «λεκάνες», που έχουν το σχήμα αρχαίου κρατήρα με δυο «χέρια» (λαβές). Οι ζευγάδες στην Κέφαλο το φουρνιστό το λένε «φτο» (οπτόν). Αφού παραγεμίσουν το αρνί με ρύζι και συκωτάκια τσιγαρισμένα με κρεμμύδι, ράβουν την κοιλιά του, το λυγίζουν για να πάρει το σχήμα της λεκάνης και το βάζουν μέσα ακέραιο, πασπαλίζοντάς το με μυρωδικά. Οι ζευγάδες της Κω δεν βάζουν νερό ούτε στάλα. Σκεπάζουν τη λεκάνη με το «καπ-πάκι» (πώμα) της και το χρίουν με ζυμάρι ώστε να μη ξεθυμάνει, γιατί τότε θα καεί το αρνί. Έχουν έτοιμο το φούρνο, όπως όταν φουρνίζουν τα ψωμιά και, αφού βάλουν μέσα τις λεκάνες, χρίουν και πάλι το στόμιο του φούρνου. Στ’ αυτιά της λεκάνης ή στα πόδια του πασχαλινού αρνιού έδεναν τα μικρά παιδιά τους «μάρτηδες» (ασπροκόκκινες μεταξωτές κλωστές, που φορούσαν στα μπράτσα από τον Μάρτιο για να μην τα πιάσει ο ήλιος), για να κοκκινίσει σαν το μάρτη το φουρνιστό. Τους φούρνους, που πολλές φορές είχαν μαζί 5-10 αρνιά και άλλων γειτόνων, τους άνοιγαν την ημέρα της Λαμπρής και μοσχοβολούσε ο τόπος από τη μυρωδιά του φουρνιστού αρνιού .
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου στην Πρώτη Ανάσταση, μετά το «Χριστός Ανέστη», έξω στους αυλόγυρους των εκκλησιών έκαιαν ομοιώματα του Ιούδα, κρεμασμένου σε ψηλό κοντάρι. Το ίδιο βράδυ του Πάσχα παίρνουν το άγιο φως και με αναμμένες τις λαμπάδες κάνουν ένα σταυρό πάνω από τις εισόδους των σπιτιών.
Ανήμερα της Λαμπρής γιορτάζεται στο νησί και η Δεύτερη Ανάσταση, με τον Εσπερινό του Πάσχα και την ανάγνωση του Ευαγγελίου σε ξένες γλώσσες. Στην πόλη της Κω (τη Χώρα) με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια ξεκινά η πομπή από το Μητροπολιτικό Παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού για να καταλήξει στους δυο ενοριακούς ναούς του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Παρασκευής με επικεφαλής το Δεσπότη, τον Κλήρο, τα Εξαπτέρυγα και τα Λάβαρα, ενώ οι χοροί ψάλλουν χαρμόσυνα το πανηγυρικό «Αναστάσεως Ημέρα», το «Χριστός Ανέστη» και άλλους ύμνους κάτω από τις κωδωνοκρουσίες και με αληθινό πανδαιμόνιο ομοβροντιών από αυτοσχέδια βαρελότα και κροτίδες κάθε τύπου. Παλαιότερα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, χρησιμοποιούσαν τουφέκια, καραμπίνες, τρομπόνια κλπ.
Τη Δευτέρα του Πάσχα γινόταν κάποτε στον Ασώματο του Ασφενδιού και στο Πυλί η γιορτή της «Αφάλλειας» ή «αφ-φαλ-λίας», απομεινάρι των αρχαίων «Φαλλείων», με γλέντι τρικούβερτο και χορό που κράταγε ως αργά το βράδυ.
Στις 23 του Απρίλη, που γιορτάζει ο Άη Γιώργης, γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο Πυλί. Αν το Πάσχα γιορτάζεται μετά τις 23 του Απρίλη, μεταφέρεται η γιορτή του Άη Γιώργη την Δευτέρα της Διακαινησίμου. Μετά τη Λειτουργία αρχίζουν οι «Ιπποδρομίες». Εννιά ή δώδεκα καβαλάρηδες ξυπόλυτοι και ξεσκούφωτοι, σύμφωνα με το παμπάλαιο έθιμο, καβαλικεύουν τα άλογά τους χωρίς σέλλα, χωρίς χαλινάρι και χωρίς μαστίγιο και τρέχουν από τρεις κάθε φορά γύρω στα δυο χιλιόμετρα, φθάνοντας στο τέρμα που είναι η εκκλησιά του Άη Γιώργη. Στο μέτωπο του αλόγου, που πρωτεύει στην κάθε τριάδα, σπάνε ένα ωμό αυγό. Αφού τρέξουν όλες οι τριάδες, ξεχωρίζουν τα άλογα που πρώτευσαν, για να τρέξουν και πάλι στον τελικό. Στο άλογο και στον ιππέα που θα νικήσει, η επιτροπή της εκκλησιάς δίνει ένα χρηματικό έπαθλο. Το ίδιο έθιμο της ιπποδρομίας γινόταν και στον Άη Γιώργη τον Μακρή στην Καρδάμενα.
Την Παρασκευή της Διακαινησίμου, γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, στη Χώρα της Κω γιορτάζει η Παναγιά η Τσουκαλαριά, όπου γίνεται γλέντι με πολύ κόσμο, ενώ στα χωριά τα παλληκάρια και οι κοπέλες συγκεντρώνονται σε φιλικά σπίτια και διασκεδάζουν με «ρεφενέ». Το ανδρόγυνο του σπιτιού που θα τους δεχτεί, πρέπει να είναι νιόπαντρο. Καθένας από την παρέα φέρνει μαζί του κάτι φαγώσιμο, κρασί, ρακί κ.ά. Αφού φάνε, προσκαλούν τα βιολιά και τα λαούτα και διασκεδάζουν. Πανηγύρι γινόταν επίσης και στη Ζωοδόχο Πηγή της Κεφάλου.