Ενώ, μεγάλοι «απόντες» θα εξακολουθήσουν να είναι οι Κινέζοι ταξιδιώτες. Σύμφωνα με την έκθεση «Tourism in 2023», τρεις σημαντικοί παράγοντες λειτουργούν αποτρεπτικά στην παγκόσμια τουριστική ανάκαμψη - η οικονομική ύφεση, οι κυρώσεις στη Ρωσία και η στρατηγική μηδενικού Covid-19 της Κίνας. Πέρυσι, η EIU ανέμενε ότι οι παγκόσμιες τουριστικές αφίξεις θα ανακάμψουν κοντά στα προ-πανδημικά επίπεδα μέχρι το τέλος του 2023, καθώς ο φόβος για την πανδημία του κορωνοϊού υποχωρεί και οι περιορισμοί αίρονται. Ωστόσο, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, και η πολιτική αστάθεια που τη συνόδευε, ο παγκόσμιος πληθωρισμός και η οικονομική επιβράδυνση, καθώς και η αυστηρή στρατηγική μηδενικού Covid-19 της Κίνας έχουν μετριάσει αυτές τις προσδοκίες. «Έχουμε πλέον μεταθέσει την πρόβλεψή μας για ανάκαμψη του τουρισμού σταθερά στο 2024, με πιθανές σημαντικές αναταράξεις στο μεσοδιάστημα», αναφέρει η έκθεση της EIU. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αναμένεται ότι η ανεκπλήρωτη ζήτηση για ταξίδια θα οδηγήσει σε αύξηση 30 ποσοστιαίων μονάδων στις διεθνείς τουριστικές αφίξεις, φτάνοντας σε 1,6 δισεκατομμύρια. Αυτό ακολουθεί την αύξηση κατά 60% το 2022, αλλά και πάλι δεν θα είναι αρκετό για να φτάσουν οι συνολικές αφίξεις στο επίπεδο
του 2019 που ήταν 1,8 δισεκατομμύρια. Ωστόσο, η πορεία των τουριστικών αφίξεων θα διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Σε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής, που ενισχύεται από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, έχει ήδη σημειωθεί πλήρης ανάκαμψη, ενώ η Ανατολική Ευρώπη θα πρέπει να περιμένει μέχρι το 2025 λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία. Οι άλλες περιοχές θα κυμανθούν στο ενδιάμεσο, με τις περισσότερες να φτάνουν σε πλήρη ανάκαμψη το 2024, σύμφωνα με την έκθεση «Tourism in 2023».
Ο «Μεγάλος Ασθενής» η κινεζική αγορά Ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία απέτρεψε την ταχύτερη ανάκαμψη του τουρισμού το 2022 , ένας ακόμη βασικός παράγοντας ως προς αυτό ήταν το σχεδόν ολοκληρωτικό κλείσιμο της κινεζικής αγοράς. Η Κίνα αντιπροσώπευε περίπου το ένα δέκατο των παγκόσμιων τουριστικών αναχωρήσεων πριν από τον Covid-19, αλλά τώρα αναμένουμε ότι τα σύνορά της θα παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό «κλειδωμένα» μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του 2023. Υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος η πολιτική μηδενικού
Covid να παραταθεί, εάν η πανδημία συνεχίσει να αποτελεί απειλή. Αν όλα πάντως πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, οι αρχές θα υιοθετήσουν σταδιακά μια λιγότερο αυστηρή στάση απέναντι στον ιό, χαλαρώνοντας (αλλά όχι καταργώντας) τα υποχρεωτικά μέτρα καραντίνας και τους ελέγχους εισερχόμενων ταξιδιών. Ωστόσο, οι συχνές μαζικές εξετάσεις του πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις και τα περιστασιακά «λουκέτα» σε μικρότερες πόλεις θα συνεχίσουν προκειμένου να εμποδίζουν τα σποραδικά κρούσματα να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Σε αυτό το σενάριο, αναμένεται ότι ο αριθμός των εξερχόμενων ταξιδιωτών από την Κίνα θα υπερδιπλασιαστεί το 2023, σε περίπου 59 εκατομμύρια. Ακόμα κι έτσι, αυτό θα είναι μόνο λίγο πάνω από το ένα τρίτο των 155 εκατομμυρίων αναχωρήσεων το 2019, όταν η Κίνα ήταν η μεγαλύτερη πηγή τουριστών παγκοσμίως. Αυτή η μειωμένη ζήτηση θα επηρεάσει πρωτίστως τους τουριστικούς προορισμούς στην Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Ταϊλάνδης και του Χονγκ Κονγκ, οι οποίοι παλαιότερα στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στους Κινέζους επισκέπτες. Όμως η μείωση των κινεζικών, τουριστικών ροών θα γίνει αισθητή και στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και αλλού. Ακόμη και ο εγχώριος τουρισμός της Κίνας, ο οποίος επίσης μειώθηκε το 2020-22, θα επηρεαστεί από την οικονομική επιβράδυνση της χώρας. Η έκθεση της EIU προσδοκά αύξηση του ΑΕΠ μόλις 4,7% για την Κίνα το 2023, η οποία θα μοιάζει με ύφεση σε μια χώρα που έχει συνηθίσει σε ισχυρούς ρυθμούς. Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και οι υψηλές τιμές θα εντείνουν τα προβλήματα Η έκθεση αναφέρει επίσης ότι, ο υψηλός πληθωρισμός και οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό θα συνεχίσουν να ταλαιπωρούν τον τομέα και το επόμενο έτος. Ο πληθωρισμός δεν θα επηρεάσει μόνο τους ταξιδιώτες το 2023, αλλά και τον τουριστικό τομέα. Τα ξενοδοχεία, τα μπαρ και τα εστιατόρια έχουν να αντιμετωπίσουν τις υψηλές τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, ενώ οι αεροπορικές εταιρίες αναμετριούνται με τους υψηλούς λογαριασμούς καυσίμων. Οι αεροπορικές εταιρίες αντιμετωπίζουν επίσης αυξανόμενες μισθολογικές πιέσεις εν μέσω μιας χρόνιας έλλειψης εργατικού δυναμικού. Μετά τις απολύσεις προσωπικού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλές επαναπροσλάβουν προσωπικό. Αυτή η έλλειψη προσωπικού προκάλεσε ουρές στα αεροδρόμια και πλαφόν στον αριθμό των επιβατών, καθώς και ακυρώσεις πτήσεων και χαμένες αποσκευές το καλοκαίρι του 2022, με τον διευθύνοντα σύμβουλο του
αεροδρομίου Χίθροου, στο Λονδίνο, να προειδοποιεί ότι τα προβλήματα θα διαρκέσουν μέχρι το τέλος του 2023. Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, επειδή το Brexit έχει ανακόψει τη ροή εποχικών εργαζομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο,
ελλείψεις εργατικού δυναμικού παρατηρούνται επίσης σε ολόκληρη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπου η απασχόληση στον κλάδο της αναψυχής και της ψυχαγωγίας εξακολουθεί να υπολείπεται σχεδόν 1 εκατομμυρίου ατόμων έναντι των επιπέδων του 2019.
Η οικονομική επιβράδυνση θα πρέπει να διευκολύνει τις προσλήψεις, εάν οι απώλειες θέσεων εργασίας αυξηθούν αλλού. Αρκετές χώρες, Ζηλανδίας και ενδεχομένως του Ηνωμένου Βασιλείου, θα διευκολύνουν επίσης τις απαιτήσεις για τη χορήγηση βίζας. Ακόμα κι έτσι, όμως, θα χρειαστεί χρόνος για να αντικατασταθεί ο αριθμός των επαγγελματιών που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της
πανδημίας. Επιπλέον, αυτός ο κλάδος είναι πιθανό να αντιμετωπίσει περισσότερες απεργιακές κινητοποιήσεις το 2023, καθώς οι ίδιοι οι εργαζόμενοι απαιτούν υψηλότερους μισθούς για να αντιμετωπίσουν το αυξανόμενο κόστος ζωής. «Ο τουριστικός κλάδος σημείωσε αναμένουμε ότι αυτό θα συνεχιστεί το 2023, ιδίως εάν η Κίνα αρχίσει να αίρει την πολιτική μηδενικού Covid, όπως αναμένεται. Αλλά ο κλάδος σίγουρα δεν θα είναι απρόσβλητος από την οικονομική επιβράδυνση. Το κόστος έχει ήδη αυξηθεί
σημαντικά για τα καύσιμα, την ηλεκτρική ενέργεια, τα τρόφιμα και το προσωπικό και οι εταιρίες θα πρέπει να μετακυλήσουν το κόστος αυτό στους καταναλωτές, που ήδη πλήττονται από το υψηλότερο κόστος ζωής. Ως αποτέλεσμα, η EIU ανέβαλε την
πρόβλεψή της για πλήρη ανάκαμψη των διεθνών αφίξεων, που τώρα δεν περιμένουμε να επανέλθουν στα επίπεδα του 2019 πριν από το 2024», λέει η Ana Nicholls, διευθύντρια Βιομηχανικής Ανάλυσης της EIU.
Πηγή: Money-tourism.gr