«Ναι, μα τον Δία και τον Λύκιον Απόλλωνα και τη Γη (ορκίζομαι ότι) θα δικάσω γι αυτά που κατέθεσαν ενόρκως οι αντίδικοι, σύμφωνα με τη γνώμη που θα σχηματίσω και θα πιστεύω, ότι είναι απόλυτα δίκαιη και ότι δεν θα εκδώσω απόφαση στηριζόμενος στην κατάθεση μάρτυρα, που θα μου φανεί ότι δεν λέει την αλήθεια. Και (ορκίζομαι) ότι δεν πήρα δώρα για τη δίκη αυτή, ούτε εγώ ο ίδιος, ούτε άλλος κανένας, άντρας ή γυναίκα, για λογαριασμό μου με κανένα τέχνασμα ή πλάγιο μέσο. Αν σταθώ πιστός στον όρκο μου, είθε όλα να μούρχονται δεξιά, αν δε επιορκήσω, το αντίθετο να πάθω».
Στη συνέχεια αναφέρεται ο τρόπος της συγκέντρωσης των μαρτυρικών καταθέσεων. Οι καταθέσεις των μαρτύρων, που δεν θα μπορούσαν να ταξιδέψουν στην Κνίδο, όπου ήταν ο τόπος της διεξαγωγής της δίκης, δεν θα γίνονταν την ίδια μέρα και στα δυο νησιά, αλλά οι μεν Κώοι μάρτυρες θα κατέθεταν προ των προστατών αρχόντων της Κω στις 24 του μηνός «Καφίσιου», που αντιστοιχούσε με Δεκέμβρη-Γενάρη, οι δε Καλύμνιοι μάρτυρες θα κατέθεταν μπροστά στους δικούς τους προστάτες άρχοντες, στις 24 του επόμενου μήνα «Βατρόμιου», που αντιστοιχούσε με Γενάρη-Φλεβάρη. Οι καταθέσεις θα γίνονταν «παρεύντων των αντιδίκων», δηλ. επί παρουσία των αντιδίκων. Όσο για τις προτάσεις των αντιδίκων αυτές έπρεπε να κατατεθούν στο δικαστήριο σφραγισμένες με τη δημόσια σφραγίδα της κάθε μιας από τις δυο πόλεις. Οι στρατηγοί είχαν την ευθύνη της αποσφράγισης και παράδοσης στο δικαστήριο όλων των εγγράφων με τα αποδεικτικά στοιχεία για λογαριασμό και των δυο αντιδίκων. Τέλος ο Γραμματέας διάβαζε στο δικαστήριο την καταγγελία, τις προτάσεις και τις μαρτυρικές καταθέσεις των αντιδίκων, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος της ανάγνωσής τους στο χρόνο της διάρκειας των αγορεύσεων.
Για τη διεξαγωγή της δίκης ο καθένας από τους αντιδίκους είχε το δικαίωμα να παρουσιάσει τέσσερις συνηγόρους. Οι συνήγοροι μπορούσαν να καταθέσουν και σαν μάρτυρες. Κάθε συνήγορος είχε επίσης το δικαίωμα να μιλήσει δυο φορές. Η κύρια αγόρευση λεγόταν «πρώτος λόγος» και η δευτερολογία «δεύτερος λόγος». Για να υπάρχει ένα όριο στη διάρκεια των αγορεύσεων, χρησιμοποιούσαν την κλεψύδρα, στην οποία έχυναν νερό, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, ανάλογα μα τη σπουδαιότητα της δίκης. Την ποσότητα του νερού την καθόριζαν οι δικαστές. Στη δίκη της Κνίδου ορίστηκε να χυθούν στην κλεψύδρα 18 «χόες» νερό για τον πρώτο λόγο (59 λίτρα περίπου) και 10 χόες για τον δεύτερο. Τον χρόνο της διάρκειας της ροής του νερού δεν μπορούμε να τον ξέρουμε, καθώς αυτός εξαρτιόταν από το άνοιγμα της οπής της κλεψύδρας.
Δύσκολο τελικά αποδείχθηκε το έργο των δικαστών στην Κνίδο, γιατί η υπόθεση ήταν αρκετά περίπλοκη. Οι κληρονόμοι των Κώων χρηματιστών αξίωναν την εξόφληση του χρέους από τους Καλυμνίους. Ωστόσο οι Καλύμνιοι, άγνωστο με ποια επιχειρήματα, που θα τα μαθαίναμε αν στην οπίσθια όψη της επιγραφής δεν έλειπαν 25 περίπου στίχοι, κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι το χρέος μαζί με τους τόκους είχε ήδη εξοφληθεί, γι’ αυτό και οι δικαστές με πλειοψηφία 48 ψήφων (126 υπέρ και 78 κατά) και εξέδωσαν καταδικαστική απόφαση για τους κατηγόρους. Η συγκεκριμένη, λοιπόν, αρχαία επιγραφή, που περιγράψαμε, θα μπορούσε να αποτελέσει για τον σύγχρονο νομικό μας κόσμο ένα εξαιρετικό υπόδειγμα μιας πληρέστατης δικονομικής διαδικασίας, του τρόπου, δηλαδή, της απονομής της δικαιοσύνης.
Κατά τα ρωμαϊκά χρόνια η ρωμαϊκή νομοθεσία, όπως διαμορφώθηκε από το 146 π. Χ. μέχρι το 235 μ. Χ., επέδρασε σταδιακά στο πατροπαράδοτο δίκαιο των Κώων. Οι Νόμοι (Leges), τα Διατάγματα της Συγκλήτου (Senatus Consulta) και οι Αυτοκρατορικές Διατάξεις (Contitutiones) μπήκαν σίγουρα στη ζωή των Κώων, όπως και των άλλων υποτελών. Δεν βρέθηκαν όμως στο νησί άλλες επιγραφές, που να σχετίζονται με τη ρωμαϊκή δικαιοσύνη, εκτός από μία. Πρόκειται για επιτύμβια στήλη, εντοιχισμένη ψηλά στην ανατολική πλευρά του οθωμανικού τεμένους του Πλατάνου και αναφέρεται στην κακόβουλη («δόλω πονηρώ») μετατόπιση σε άλλο μέρος ενός άγνωστου σ’ εμάς αντικειμένου, που περιγράφεται στην αρχή της επιγραφής, η οποία στο σημείο εκείνο είναι κατεστραμμένη. Ζητά δε να κριθεί κάποιος υπεύθυνος απέναντι στην περιουσιακή υπόσταση του ηγεμόνα (τω φίσκω»), καθώς παραβίασε τη σχετική νομοθεσία και ντρόπιασε τους καταχθόνιους θεούς Πλούτωνα, Δήμητρα, Περσεφόνη και Ερινύες. Ο νομικός όρος “δόλω πονηρώ” αντιστοιχεί με το ρωμαϊκό “dolus malo”, ενώ o φίσκος, από το λατινικό “fiscus”, σήμαινε το προσωπικό ταμείο του ηγεμόνα, που το διοικούσε πάντα ο εκάστοτε Ρωμαίος Αυτοκράτορας.
Είδαμε, λοιπόν, ότι ο θεσμός της δικαιοσύνης κυριάρχησε ως ύψιστη αρετή για τους κατοίκους της Κω, που με το πνεύμα τους αυτό διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στη σφυρηλάτηση του αρχαίου ελληνικού δικαίου.
Περισσότερα για το θεσμό της δικαιοσύνης στην αρχαία Κω βλέπε στο βιβλίο μου: «Ιστορία της Νήσου Κω», έκδοση Δήμου Κω 1990, σελ.116-120, 155-156. Και στην αγγλική έκδοση του ιδίου βιβλίου, έτους 2015, σελ. 119-123, 158-159, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.