Ως αποχαιρετισμό, παραθέτουμε ένα μικρό βιογραφικό του και ένα μικρό απόσπασμα από κείμενο του Αλέξη Βάκη με τίτλο «Επιθεώρηση Τέχνης – Το περιοδικό που άλλαξε τις ισορροπίες για την όποια συζήτηση περί Πολιτισμού στην μετεμφυλιακή Ελλάδα», για το σημαντικό περιοδικό στου οποίου τη συντακτική επιτροπή συμμετείχε. Φροντίζοντας να επανέλθουμε στο επόμενο φύλλο, με περισσότερα κείμενα που θα περιγράψουν τον άνθρωπο Μανώλη Φουρτούνη και την προσφορά του.
Ο Μανώλης Φουρτούνης μετά την απελευθέρωση, εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά σχεδόν αμέσως ξεκίνησε για τον συγγραφέα μια πολύχρονη περίοδος δοκιμασίας με συνεχείς εξορίες ως το 1958 (Άι Στράτης, Μακρόνησος, Άι Στράτης). Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε από τη λογοτεχνική στήλη της εφημερίδας «Ο Δημοκρατικός» (1950) και στη συνέχεια με την ποιητική συλλογή «Εγγραφές και προσωπεία» (1962). Συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή της Επιθεώρησης Τέχνης, μάλιστα η επέμβαση της καθοδήγησης του Κόμματος στο περιοδικό προήλθε από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η μετάφραση του διηγήματος «Η σιωπή», του Ντανιήλ Γκράνιν (ψευδ. του Ντανιήλ Αλεξάντροβιτς Γκέρμαν), στο τεύχος 50-51/1959, γεγονός που οδήγησε σε παραγκωνισμό του από τη συντακτική στη «συμβουλευτική» επιτροπή του περιοδικού.
Εργάστηκε σε περιοδικά ποικίλης ύλης («Ντομινό», «Πάνθεον», «Ρομάντσο»). Κατά τη διάρκεια της Απριλιανής Δικτατορίας εξορίστηκε από το 1967 ως το 1971 στη Γυάρο, τη Λέρο, και τον Ωρωπό. Μετά τη δικτατορία εργάστηκε στο περιοδικό «Η Γυναίκα» και στο εξωτερικό δελτίο της Ελευθεροτυπίας.
Παράλληλα με την ποίηση, ασχολήθηκε και με τη μετάφραση (Τολιάτι, Μπουτσάτι, κ.ά.). Τον Αύγουστο του 2006, οργανώθηκε στη γενέτειρά του ημερίδα για τη λογοτεχνική, κοινωνική και πολιτική συμβολή του Μανώλη Φουρτούνη.
(www.ekebi.gr)
***
«1954. Πέντε μόλις χρόνια μετά τον τερματισμό του εμφυλίου. Ο κόσμος των νικητών του πολέμου ανοικοδομεί την Ελλάδα, θέτοντας τις βάσεις για την «κουλτούρα της αντιπαροχής» που δοκιμάσαμε όλοι οι επόμενοι. Οι νικημένοι (όσοι δηλαδή δεν ηττήθηκαν και στρατιωτικά ώστε να βρίσκονται εκπατρισμένοι στην Τασκένδη και στα άλλα γκέτο του ανατολικού μπλοκ) είναι εγκλωβισμένοι μεταξύ εξορίας, ημιπαρανομίας και σκληρού αγώνα για την επιβίωση, όταν δεν αναγκάζονται να υποκύψουν στην εξευτελιστική «δήλωση μετανοίας» που τους αφήνει κάποια μικρά περιθώρια επανένταξης στο κοινωνικό στάτους. Η πνευματική δραστηριότητα, μετά την ανάταση στα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης και της ελπίδας, είναι σε βαθιά ύφεση. Με τη λογοκρισία, ασφυκτικά παρούσα παντού, να καταστέλλει όποια απόπειρα δεν εναρμονίζεται με τους όρους της παντοδύναμης εθνικοφροσύνης.
Σ’ αυτό το φόντο γεννήθηκε η Επιθεώρηση Τέχνης, το περιοδικό που οραματίστηκαν μερικοί –νέοι και τολμηροί– αριστεροί διανοούμενοι της εποχής και που έμελλε να καταγραφεί στην ιστορία ως το σοβαρότερο και πληρέστερο εγχείρημα του χώρου της διαπάλης των ιδεών στην τέχνη και στον πολιτισμό, αλλά και ως το περιοδικό που πολεμήθηκε επίμονα, τόσο από το επίσημο κράτος, όσο και από την Αριστερά των ιδεολογικών αγκυλώσεων. Η Επιθεώρηση Τέχνης άντεξε για δεκατρία σχεδόν χρόνια στις διώξεις και στις πολιτικές πιέσεις που είχαν αντίκτυπο στην οικονομική της αυθυπαρξία (όλα τα μέλη της Συντακτικής της Επιτροπής και οι συνεργάτες της, επώνυμοι και ανώνυμοι, προσέφεραν την εργασία τους εθελοντικά και χωρίς αμοιβή). Τον Απρίλιο του 1967, έπεσε ένδοξα όταν την έκλεισε η χούντα των συνταγματαρχών. Μετά τη μεταπολίτευση δεν επανεκδόθηκε. Γιατί άραγε; Η απάντηση ίσως θα πρέπει να δοθεί από ειδικούς ιστορικούς ερευνητές.»
Αλέξης Βάκης
ΠΗΓΉ: www.http://epohi.gr/o-manwlhs-fortounhs-den-einai-pia-edw/