Πρώτος ο λόγιος κληρικός και ταξιδιώτης
από τη Φλωρεντία Cristophoro Buondelmonti στις αρχές του
15 ου αιώνα περιγράφοντας την Κω στο βιβλίο του Liber
Insularum Archipelagi, αναφέρει ότι το νησί το βρήκε να έχει
νοσηρό κλίμα για το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου «δια την
του αέρος δυσκρασίαν» και ότι στη μέση της πόλης του υπήρχε
«λίμνη νοσώδης εν έαρι μάλιστα».
Ο Ιάκωβος Ζαρράφτης έγραψε ότι επί της εποχής των
Ιωαννιτών Ιπποτών, το 1347, «ενέσκηψε βαρύ λοιμώδες νόσημα,
επενεγκών φθοράν ου μικράν εις την Κων». Και μνημονεύει τον
Γρηγορά, δηλ. τον βυζαντινό ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά
(1295-1360), που αναφέρει ότι «εκενούντο οικίαι πλείσται
καθάπαξ των οικητόρων απόντων μιάς ή και δυοίν ενίοτε».
Γνωρίζουμε ακόμη ότι οι Ιωαννίτες Ιππότες, γύρω στα 1386,
αφού διαπίστωσαν ότι το κλειστό λιμάνι της πόλης είχε
μετατραπεί σε λίμνη και αποτελούσε εστία ελονοσίας για τους
κατοίκους, άνοιγαν κάθε χρόνο, τον Απρίλιο, τον φράχτη της
τάφρου (τη «Χαντάκα», δηλ. τη σημερινή οδό Ιπποκράτους)
του περιμετρικού τείχους της Κω, για να διοχετεύεται το
θαλασσινό νερό στο λιμάνι και να αποτρέπεται έτσι η επιδημία.
Επίσης τον Μάρτιο του 1500 βρίσκουμε έγγραφο του
Μεγάλου Μαγίστρου των Ιπποτών της Ρόδου Pierre d’
Aubusson προς τον Τοποτηρητή του Τάγματος στην Κω
Costanzo Operti, όπου ο Μεγ. Μάγιστρος δίνει εντολή στον
Operti και τους άνδρες του να μεταφέρουν πέτρες, για να
φτιάξουν τοίχο που θα συγκρατεί το ανάχωμα της τάφρου
μπροστά από τη γέφυρα και την είσοδο του Κάστρου της
Νεραντζιάς, για να μην κατρακυλήσει το ανάχωμα αυτό και
εμποδίσει τη διέλευση του θαλασσινού νερού από την τάφρο
προς τη λίμνη, δηλ. το σημερινό λιμάνι της Κω, που
εξακολουθούσε να αποτελεί εστία ελονοσίας.
Για τη μεγάλη πληγή της πανώλης, που θα επηρεάσει
καθοριστικά τη δημογραφική πορεία του πληθυσμού της Κω,
έχουμε πυκνότερες χρονολογικές επισημάνσεις από τη γαλλική
προξενική αλληλογραφία της Ρόδου του 18 ου αιώνα. Η Κως θα
πληγεί από την πανώλη το 1733 (το θανατικό αυτό θα διαρκέσει
4 μήνες) και θα επαναληφθεί το 1747, το 1750, το 1752, το
1769, το 1778 μαζί με την επιδημία της ευλογιάς, το 1791 και
1792. Ο 19 ος αιώνας θα αρχίσει για την Κω ακόμη πιο οδυνηρός
εξαιτίας της πανώλης, που από το 1811 έως το 1814 θα
ενσκήψει φοβερότερη στην πρωτεύουσα του νησιού, της οποίας
τόσο το κλειστό λιμάνι όσο και η ελώδης περιοχή της Λάμπης
παρέμεναν αθεράπευτες εστίες της επιδημίας αυτής. Είναι η
εποχή που, όπως αναφέρει ο Ζαρράφτης, εμφανίζεται το
λεγόμενο «πρώτο θανατικό» για τους χριστιανούς κατοίκους της
πόλης, οι οποίοι από φόβο για τη ζωή τους κατέφυγαν στις
εξοχές, απ’ όπου οι Τούρκοι, φοβούμενοι τα επαναστατικά
κινήματα, τους εξανάγκασαν να επανέλθουν και πάλι στα σπίτια
τους. Ο Άγγλος περιηγητής William Turner, που επισκέφθηκε
την Κω την περίοδο αυτή, έγραψε πως η πανώλης θέρισε 3.000
ψυχές, από τις οποίες οι 2.000 ήταν Τούρκοι. Το 1833 θα
συμβεί το «δεύτερο θανατικό», που προξένησε μεγάλη φθορά
στους κατοίκους και ιδιαίτερα στους Τούρκους, «αδυνατούντας
να φυλάξωσι δίαιταν όχι μόνον δια την πανώλην, αλλά και δια
πάσαν άλλην αρρώστιαν».
Είναι ευτύχημα πως οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν εκείνα τα
χρόνια ως προληπτικό κατά της πανδημίας μέτρο την καραντίνα
όλων όσοι επισκέπτονταν με τα πλοία τους το νησί. Έτσι όταν
τον Αύγουστο του 1841 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι
στην Κω ο Βαυαρός αρχαιολόγος Ludwig Ross και το σκάφος
με τη συνοδεία του έπλεε έξω από το λιμάνι, οι Τούρκοι
αρνήθηκαν να του δώσουν άδεια αποβίβασης, υποχρεώνοντας
τον Ross και τους άνδρες του να υποβληθούν σε 15μερη
καραντίνα από φόβο μήπως είναι φορείς του μικροβίου της
πανώλης. Τη θλιβερή αυτή εμπειρία περιγράφει ο Ross ως εξής:
«Βρισκόμασταν σε απόσταση ενός μιλίου από τη στεριά και
καθώς έδυε ο ήλιος είδαμε το προξενείο, που ήταν δίπλα στο
λιμάνι, να μας υποδέχεται με υψωμένες δυο μεγάλες Ελληνικές
σημαίες. Την ίδια στιγμή φάνηκε επίσης μια κατακόκκινη
Τουρκική σημαία στο κτίριο της καραντίνας, ενώ σε κάποιο άλλο
σπίτι ξεπρόβαλαν δειλά τρεις σημαιούλες της Αυστρίας, Αγγλίας
και Ρωσίας». Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα πλοία των
εποχών εκείνων αγκυροβολούσαν εκεί όπου βρίσκεται σήμερα
η λεγόμενη πολεμική σκάλα, ανατολικά του Κάστρου της
Νεραντζιάς. Απέναντι δε από το σημερινό ξενοδοχείο το
Gelsomino, στην ακτή Μιαούλη, υπήρχαν τα προξενεία
διαφόρων χωρών, γι αυτό και η περιοχή ήταν παλαιότερα
γνωστή με την ονομασία «Κονσολάτα» (Consolata). Ο Ross
αναφέρει ότι από τα 20 περίπου εμπορικά πλοία, που ήταν
αγκυροβολημένα εκεί, τα 2/3 είχαν Ελληνική σημαία (του
νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους), ένα είχε Ρωσική και μερικά
άλλα Ιωνική και Σαμιώτικη σημαία. Μόνο σε δυο τουρκικά
φορτηγά πλοία, που είχαν έρθει από την Κρήτη, δεν είχαν
υψωθεί σημαίες.
Και συνεχίζει ο Ross: «Δεν προλάβαμε να ρίξουμε την
άγκυρα, όταν φάνηκε μια βάρκα με τον Ιταλό γιατρό της
καραντίνας [οι Τούρκοι δεν είχαν φαίνεται δικό τους γιατρό] και
δυο κωπηλάτες, ένα Τούρκο κι ένα Έλληνα. Όλες οι προσπάθειές
μας να τους πείσουμε ότι το πλοίο μας δεν ήταν φορτηγό, ούτε
μετέφερε εμπορεύματα και ότι εμείς απλώς είμαστε αργόσχολοι
ταξιδιώτες χωρίς κανένα εμπορικό ενδιαφέρον, έπεσαν στο κενό.
Ο πρόξενός μας, που θα μπορούσε ίσως να μας διευκολύνει,
απουσίαζε στη Σμύρνη και ο γραμματέας του δεν ήθελε να μας
βοηθήσει. Έτσι διαταχτήκαμε να αγκυροβολήσουμε και να
κινηθούμε μέσα στο χώρο της καραντίνας κι εκεί περάσαμε όλο
το πρωινό μας».
Λίγο παρακάτω ο Ross θα περιγράψει τον τρόπο με τον
οποίο γινόταν η καραντίνα από τους Τούρκους,
χαρακτηρίζοντάς την φάρσα, που στάθηκε εμπόδιο να
περιηγηθεί στο πρώτο του ταξίδι το νησί. Ενώ, δηλαδή, τα
αντικείμενα που κρατούσαν επάνω τους (χρήματα, έγγραφα
κ.ά.) απολυμαίνονταν, ένας νεαρός φύλακας της καραντίνας, ο
Αλής, άναψε την πίπα του, την πρόσφερε στον Ross να καπνίσει
και στη συνέχεια κάπνισε κι ο ίδιος. Η πράξη αυτή, έκαμε τον
Ιταλό γιατρό να εκνευριστεί, γιατί αποτελούσε ασφαλώς ένα
τρόπο μετάδοσης της νόσου, για την οποία οι Τούρκοι έπαιρναν
τα προληπτικά εκείνα μέτρα. Ο Αλής, βέβαια, ισχυρίστηκε πως
το κάπνισμα από την ίδια πίπα δεν απαγορεύεται από τον
κανονισμό (!). Ο 20ός αιώνας τελικά θα φέρει την ανακάλυψη
των ισχυρών εκείνων φαρμάκων, που θα εξαλείψουν σταδιακά
τις θανατηφόρες επιδημίες απ’ όλο τον Αιγαιοπελαγίτικο κόσμο
και φυσικά και από το νησί της Κω.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Β. Χατζηβασιλείου, Ιστορία της Νήσου Κω. Αρχαία-
Μεσαιωνική-Νεότερη, 1990.
Του ιδίου, Τα «Σπίτια του Ιπποκράτη» και το απομεινάρι
τους, Κωακά, τόμος Ι΄, 2008.
Ι. Ζαρράφτης, Κώια Β΄ Μέρος, 1922
Π. Σαβοριανάκης, Νησιώτικες Κοινωνίες στο Αιγαίο. Η
περίπτωση των Ελλήνων της Ρόδου και της Κω (18 ος -19 ος
αιώνας).