Κοινωνία Τρι 26 Μαϊ 2020
«… η τοποθέτηση της Εισαγγελέα ήταν άστοχη - Η δημοσιότητα της δίκης την
οδήγησε σε παραλήρημα ώστε να περάσει την γραμμή…»
Γράφει ο Μανώλης Χατζηάμαλλος
Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Κω
«Αγαπητοί συνδημότες,
Πιστός στην επικοινωνία μου μαζί σας, θεωρώ ότι πρέπει να τοποθετηθώ σε ένα
ζήτημα το οποίο απασχόλησε πρόσφατα την κοινή γνώμη και αφορά την δίκη για την
άτυχη κοπέλα που δολοφονήθηκε με τον πιο στυγερό τρόπο στην Ρόδο. Δράστες δύο
νεαρά παιδιά τα οποία δυστυχώς πέρασαν κάθε ανθρώπινο όριο και μετατράπηκαν σε
τέρατα, αφαιρώντας πολύ εύκολα και χωρίς κανένα ενδοιασμό μια ανθρώπινη ζωή.
Ύστερα από 1,5 χρόνο περίπου η δίκη διεξήχθη στο ακροατήριο του Εφετείου
Αθηνών από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.
Κατά την άνω δίκη η αγόρευση της Εισαγγελέα της έδρας αποτέλεσε σημείο
διαφωνίας με τον δικηγορικό κόσμο και ανάγκασε τον πρόεδρο της Ολομέλειας των
Δικηγορικών Συλλόγων να παρέμβει και να καταδικάσει κάποιες τοποθετήσεις της
άνω Εισαγγελέα, αναφορικά με τον ρόλο των δικηγόρων στο ποινικό φαινόμενο και
την ποινική δίκη.
Η αγόρευσή της, αποτέλεσε σημείο αντιδικίας μεταξύ μας, διότι η παραπάνω
Εισαγγελική λειτουργός επιχείρησε ανεπίτρεπτα, να βάλει διαχωριστικές γραμμές
μεταξύ των συλλειτουργών της δικαιοσύνης και προέβη σε μια συλλήβδην
κατηγοριοποίηση αυτών, σε καλούς και κακούς, κατατάσσοντας φυσικά τους
δικηγόρους στην δεύτερη κατηγορία.
Η άνω Εισαγγελέας της έδρας καταφέρθηκε συλλήβδην εναντίον του δικηγορικού
σώματος αναφέροντας ότι «από την στιγμή που οι δικηγόροι μπαίνουν στην υπόθεση
αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για την συσκότιση της αλήθειας». Στη συνέχεια και
σε ειρωνικό τόνο είπε: «Έχω ακούσει από συνηγόρους κατηγορουμένων να λένε ότι
είμαστε συλλειτουργοί της δικαιοσύνης. Συλλειτουργός της δικαιοσύνης είναι αυτός
που αποσκοπεί σε αυτό που αποσκοπεί όλη η δικαιοσύνη. Στην ανεύρεση της
αλήθειας.. υπάρχει κοινή γραμμή. Κοινή γραμμή για διάχυση της ευθύνης. Παίζεται
και από τους δικηγόρους αυτό το παιχνίδι… Αποσκοπεί όχι στους δικαστές αλλά
στους ενόρκους». Και στην ίδια ως άνω αγόρευσή της αναφέρει ότι οι συνήγοροι
συμβουλεύουν τους εντολείς τους με αντιφατικές ή άλλες καταθέσεις να διασπείρουν
αμφιβολίες στους δικαστές: «πείτε τα έτσι και μετά πείτε αλλιώς και έτσι όλο και
κάποια αμφιβολία θα γεννηθεί».
Θα πρέπει εκ προοιμίου να ξεκαθαρίσω ότι απευθύνομαι σε σας, όχι μόνο από
υποχρέωση υπεράσπισης του κλάδου και των συναδέλφων μου ως πρόεδρος του
Δικηγορικού Συλλόγου Κω, αλλά από ανάγκη προάσπισης του ίδιου του νόμου, τον
οποίο κατάφωρα η άνω εισαγγελέας παρέφρασε και παραβίασε.
Θέλω να πιστεύω πως ο έντονος συναισθηματισμός της υπόθεσης την παρέσυρε. Η
δημοσιότητα της δίκης την οδήγησε σε παραλήρημα ώστε να περάσει την γραμμή.
Εκείνη την γραμμή που ο νομοθέτης έβαλε ακριβώς για να αφαιρέσει ένα τέτοιο
ισχυρισμό από τον κάθε Εισαγγελέα, αλλά και τον κάθε λειτουργό της Δικαιοσύνης.
Αν αυτά που αναφέρει η κ. Εισαγγελέας ισχύουν, τότε περιμένουμε να ασκήσει δίωξη
σε όσους δικηγόρους συνέπραξαν σε ένα τέτοιο ολίσθημα. Αν οι δικηγόροι
διαστρεβλώνουν την αλήθεια, δεν έχει παρά να επιδιώξει την ποινική και πειθαρχική
 
δίωξη αυτών. Και φυσικά θα πρέπει να απολογηθεί γιατί δεν το έκανε μέχρι σήμερα.
Και για να επιχειρηματολογήσουμε νομικά, το γεγονός ότι μέχρι σήμερα οι
συνήγοροι δεν έχουν διωχθεί, αποτελεί αμάχητο τεκμήριο κατά της Εισαγγελικής
άποψης.
Δεν χρειάζονται λοιπόν τέτοιες αφοριστικές κουβέντες που εμποτίζουν την κοινωνία
με μια κακή και προβληματική ή άλλως αινιγματική συμμετοχή των δικηγόρων στο
ποινικό φαινόμενο. Πολύ περισσότερο όταν οι απόψεις της Εισαγγελέως διασπείρουν
μια αναπόδεικτη άποψη για διαρκή προσπάθεια στρέβλωσης της αλήθειας και
συγκάλυψης αυτής από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων.
Αγαπητοί συμπατριώτες, ο ρόλος του Δικηγόρου είναι καθορισμένος στον κώδικα
περί δικηγόρων, όπου στα πρώτα άρθρα του αναφέρεται:
1. Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του
κράτους δικαίου.
2. Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του
εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή
νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε
θεσμοθετημένα όργανα Ελληνικά ή διεθνή.
Ακολούθως στο άρθρο 5 του κώδικα δεοντολογίας κατοχυρώνονται οι Θεμελιώδεις
αρχές και αξίες στην άσκηση της δικηγορίας:
Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του:
α) Υπερασπίζεται το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα αυτής, το Χάρτη των θεμελιωδών
δικαιωμάτων του ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το σύνολο των
διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
β) Ακολουθεί τις παραδόσεις του υπερασπιστικού λειτουργήματος και τους κανόνες
δεοντολογίας, όπως έχουν διαμορφωθεί ιστορικά κατά την άσκηση της δικηγορίας
και διατυπώνονται στον Κώδικα.
γ) Τηρεί εχεμύθεια, απαραβίαστη υπέρ του εντολέα του, για όσα αυτός του
εμπιστεύθηκε ή περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση του δικηγορικού
λειτουργήματος.
δ) Δεσμεύεται από το περιεχόμενο της εντολής που αποδέχτηκε, εκτός εάν
συγκεκριμένη πράξη, ενέργεια ή παράλειψη στο πλαίσιο της εντολής έρχεται σε
αντίθεση με το καθήκον του.
ε) Διατηρεί την ελευθερία χειρισμού της υπόθεσης, δεν υπόκειται σε υποδείξεις και
εντολές αντίθετες προς τον νόμο και μη συμβατές προς το συμφέρον του εντολέα του.
Οι παραπάνω διατάξεις ορίζουν με το πλέον σαφή τρόπο το ρόλο του δικηγόρου ως
συλλειτουργού της δικαιοσύνης, καθορίζουν την δράση του σε κάθε πτυχή του
ποινικού φαινομένου και οριοθετούν την σχέση του με τον εγκληματία εντολέα του,
όσο αδίστακτος και αν είναι αυτός. Όσο ειδεχθές κι αν είναι το έγκλημα που έχει
διαπράξει.
Φυσικά ο νομοθέτης δεν αρκείται μόνο στην οριοθέτηση της δράσης του δικηγόρου.
Έχει θεσπίσει διωκτικούς κανόνες για όσους παραβαίνουν το καθήκον τους. Έχει
μηχανισμούς ασφαλείας και κάθαρσης του δικηγορικού λειτουργήματος. Πρόκειται
για τα άρθρα από 139 έως 159 του Κώδικα Δικηγόρων που καθορίζουν την
πειθαρχική διαδικασία, για παραβάτες δικηγόρους, όχι μόνο για όσους υποπίπτουν σε
ποινικά αδικήματα, αλλά και όσους παραβαίνουν τους κανόνες δεοντολογίας.
Ο δικηγόρος λοιπόν έχει καθήκον εχεμύθειας απέναντι σε οποιονδήποτε του
εμπιστεύθηκε γεγονότα ενόψει της αναθέσεως μιας υποθέσεως, άσχετα αν τελικά την
ανέλαβε ή όχι. Την ίδια στιγμή έχει καθήκον να συμβάλει στην ανεύρεση της
αλήθειας. Βεβαίως αν θεωρεί την υπόθεση ανήθικη έχει το δικαίωμα να μην την
 
αναλάβει. Και τότε όμως, οι πληροφορίες και οι ανακοινώσεις προς αυτόν εμπίπτουν
στη σφαίρα του απορρήτου. Το μεγάλο ζητούμενο λοιπόν, είναι η συγκρουσιακή
σχέση μεταξύ των δύο κορυφαίων θεσμών που ποινικού μας συστήματος. Όταν ο
θεσμός της προστασίας του απορρήτου συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον που
συναρτάται με την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Ενώ αρχικά φαίνεται ότι η
παραπάνω σύγκρουση είναι αδιέξοδη, εντούτοις δεν είναι. Ο Έλληνας συνταγματικός
νομοθέτης έχει την λύση. Υπερισχύει η προστασία του απορρήτου, ως ηθική έκφανση
του δικαιώματος της προσωπικότητας η οποία προστατεύεται απόλυτα. Έτσι,
προστατεύεται απόλυτα η ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου, χωρίς να επηρεάζεται η
αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Ο νομοθέτης δέχεται ότι σε αυτήν την
περίπτωση πρέπει να λειτουργήσουν οι υπόλοιποι δικαιϊκοί μηχανισμοί αναζήτησης
της αλήθειας και υποστήριξης της κατηγορίας. Όπως ο θεσμός του εισαγγελικού
λειτουργήματος και οι υπηρεσίες αντεγκληματικής δράσης.
Είναι λοιπόν ο ρόλος του δικηγόρου - υπερασπιστή συγκεκριμένος στην ποινική
καταστολή, όπως και ο ρόλος των υπολοίπων συλλειτουργών της δικαιοσύνης. Είναι
ρόλοι με διφυή χαρακτήρα. Άλλοτε διακριτοί και άλλοτε σε συμπληρωματική μεταξύ
τους σχέση. Άλλοτε επιδιώκουν την αλήθεια με ομόρροπη δράση, άλλοτε μέσα από
μια γόνιμη αντιπαράθεση. Αυτό συμβαίνει στην απόλυτη πλειοψηφία των
περιπτώσεων. Αυτός είναι σχηματικά αλλά και θεσμικά ο μηχανισμός καταστολής
και απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η παραπάνω σχέση γίνεται προβληματική, τότε
πρέπει να διερευνηθεί ενδεχόμενη συμμετοχή κάποιας πλευράς στην παρεμπόδιση
του μηχανισμού. Αν το πρόβλημα εντοπίζεται σε δράση του δικηγόρου-υπερασπιστή,
τότε πρέπει να διερευνηθεί τυχόν αξιόποινη συμμετοχή αυτού στην εγκληματική
δράση του εντολέα του.
Είναι άλλο λοιπόν να στηλιτεύεις μια αξιόποινη συμμετοχή δικηγόρου στην
εγκληματική δράση του εντολέα του και άλλο να εκφράζεις μια εμετική άποψη για
τον ρόλο των δικηγόρων στην ποινική διαδικασία.
Αγαπητοί συμπατριώτες, πρέπει να ξέρετε ότι ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να
αρνηθεί την υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου που τον θεωρεί ανήθικο, όμως δεν
έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την υπεράσπιση του ιδίου ανθρώπου, όταν τον
υποχρεώσει η πολιτεία. Το Ελληνικό δικαιϊκό σύστημα έχει κάνει πρωτοποριακές
επιλογές σε σχέση με πολλά αντίστοιχα δίκαια, ακόμη και προηγμένων χωρών.
Διορίζει με κρατικές δαπάνες δικηγόρο, ακόμη και στον πιο στυγερό εγκληματία. Για
το αξιακό μας σύστημα, ακόμη και αυτός πρέπει να έχει συνήγορο υπεράσπισης.
Ιδίως αυτός. Στην πιθανότητα να καταδικαστεί ένας αθώος ο Έλληνας νομοθέτης δεν
παζαρεύει. Έχει ξεκάθαρη άποψη, εδώ και δεκαετίες.
Είναι βέβαιο λοιπόν ότι η τοποθέτηση της Εισαγγελέα στην δίκη Τοπαλούδη
ήταν άστοχη. Γι’ αυτό και στη δευτερολογίας της αναδιπλώθηκε. Ο αρχικά
επιθετικός λόγος όμως για τον ρόλο των δικηγόρων μας πλήγωσαν και δεν πρέπει να
μείνει αναπάντητος.
Φυσικά και υπάρχουν δικηγόροι οι οποίοι δεν τιμούν τον όρκο τους. Σε ποιόν άραγε
κλάδο ή σε πιο επάγγελμα δεν υπάρχουν τέτοιοι; Γι’ αυτό άλλωστε θεσπίστηκαν τα
πειθαρχικά συμβούλια και γι’ αυτό άλλωστε το ποινικό μας σύστημα τιμωρεί
αυστηρότερα τα αδικήματα των δικηγόρων. Επειδή τους θεωρεί κρίκους και αρωγούς
στην καταπολέμηση του εγκλήματος.
Όταν λοιπόν η Εισαγγελέας της έδρας προσπαθώντας να υποστηρίξει την κατηγορία
εναντίον των δύο κατηγορουμένων – στυγερών δολοφόνων, καταφέρεται εναντίον
όλων των δικηγόρων και τους προσάπτει την κατηγορία της συγκάλυψης της
αλήθειας, ενώ ταυτόχρονα τους αφαιρεί την ιδιότητα του συλλειτουργού της
δικαιοσύνης, κάτι δεν πάει καλά. Τότε θα πρέπει να ερευνηθεί αν οφείλεται σε μια
 
συναισθηματική παραδρομή ή σε μια επιδερμική θεώρηση χωρίς υποστηρικτική
βάση. Η στάθμιση ανάμεσα στο υπέρτατο δικαίωμα της υπεράσπισης του
κατηγορουμένου και τη λειτουργηματική δράση του δικηγόρου κατά την απονομή
της δικαιοσύνης, είναι μια δύσκολη υπόθεση που η κυρία Εισαγγελέας δεν έχει
αντιληφθεί. Δεν έχει αντιληφθεί το συγκρουσιακό υπόβαθρο στο δικηγορικό
λειτούργημα και το πόσο έντονο γίνεται σε κάποιες περιπτώσεις. Γι’ αυτό η
καταφορά της είναι άδικη. Γι’ αυτό είναι επιπόλαιη, βάζοντας διαχωριστικές
γραμμές μεταξύ των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, δηλαδή εκεί όπου δεν τις βάζει,
ούτε ο ίδιος ο νομοθέτης. Είναι επικίνδυνα γενικευμένη, διότι επιδίδεται σε έναν
συλλήβδην αφορισμό του σώματος των δικηγόρων, μην μπορώντας να κατανοήσει
την ιδιότυπη σύγκρουση καθηκόντων και το μέγεθός της. Έχει παρανοήσει τον ρόλο
του δικηγόρου ο οποίος διάγει σε έναν αέναο αγώνα εξεύρεσης της ισορροπίας
ανάμεσα στην υπόστασή του ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης και ως υπέρτατος
υπερασπιστής των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Ακόμη και όταν καλείται ή
επιλέγει να υπερασπιστεί τέρατα, όπως αυτά που αφαίρεσαν της ζωή της Ελένης
Τοπαλούδη».
Zogas_dimitris