Η βία είναι πολύπλοκο φαινόμενο, τοποθετείται, καθώς λέμε, στο σταυροδρόμι του ατομικού με το κοινωνικό. Η λέξη συγγενεύει ετυμολογικά με το βίο, τη ζωή.

Παλιότερα είχε και την έννοια της βιασύνης - σήμερα περιγράφει πράξεις που σκοπεύουν να βλάψουν, να καταστρέψουν τον άλλο, ένα αντικείμενο ή τον εαυτό. Κατηγοριοποιείται ανάλογα με τις μορφές, δηλαδή σωματική, λεκτική, ψυχολογική, σεξουαλική ή τα πλαίσια, όπως ενδοοικογενειακή, σχολική, θεσμική, trafficking, η σύγχρονη μορφή εμπορίας και εκμετάλλευσης ανθρώπων.  

   Ψυχολογικά η βία θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο Φρόυντ έλεγε ότι τα παιδιά μπορεί να δείχνουν σκληρότητα σε διάφορα στάδια της ανάπτυξης χωρίς αυτή να είναι παθολογική, και διαφοροποίησε τη βία από το σαδισμό όπου υπερέχει η ταύτιση με το θύμα. Σύγχρονοι ψυχαναλυτές τη διακρίνουν  επίσης από την επιθετικότητα, που κατευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο και ακολουθείται από αίσθημα ενοχής.

   Ο Φρόυντ υπογράμμισε τη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης, της ανατροφής που μαθαίνει στο παιδί να μετουσιώνει τις έμφυτες επιθετικές και βίαιες ορμές του σε αποδεκτούς σκοπούς, κυρίως μέσα από το παιχνίδι και τον λόγο. Θεωρεί την εκπαίδευση δύσκολο έργο, που χρειάζεται να κινείται με προσοχή ανάμεσα στην ελευθερία και την απαγόρευση, όπως ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.

   Οι γονείς μεταφέρουν στο παιδί απαγορεύσεις στις οποίες υπόκεινται κι οι ίδιοι, βασικές αρχές, προσωπικές αξίες. Θεμελιώδεις αρχές είναι το ταμπού του φόνου, που τον απαγορεύει και το ταμπού της αιμομιξίας, που απαγορεύει τις ερωτικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Πρόκειται για στοιχεία του υπερεγώ, μιας πλευράς του εαυτού που δημιουργήθηκε μέσα από τις σχέσεις με τους δικούς τους γονείς και την κοινωνία, τον πολιτισμό όπου συμμετέχουν. Σήμερα ονομάζουμε αυτές τις απαγορεύσεις όρια, που όταν λείπουν το παιδί νιώθει άγχος, νιώθει έρμαιο των ορμών του κι εκείνων των γονιών του.

   Στην αρχή της ζωής ένα παιδί θεωρείται ότι βιώνει έντονες αισθήσεις και σωματικές ανάγκες, και δέχεται τα ερεθίσματα από το περιβάλλον χωρίς να μπορεί να τα φιλτράρει. Η σχέση με τη μητέρα ή το πρόσωπο που το φροντίζει λειτουργεί σαν  ένα σύστημα προστασίας που το βοηθά να δημιουργήσει ένα πρωτόγονο εγώ, ένα «εγώ – δέρμα» το οποίο του επιτρέπει να αρχίσει να ορίζει το μέσα και το έξω, τον εαυτό και τον άλλο.

   Ο πρώτος χρόνος ζωής είναι καθοριστικός για τη ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών, χρειάζονται για αυτό το λόγο ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον όπου η βασική φροντίδα για επιβίωση και υγιεινή συνοδεύονται από στοργή, τρυφερότητα και επικοινωνία, προσαρμοσμένα στο μέτρο των ιδιαίτερων αναγκών του κάθε παιδιού. Στην πραγματικότητα φαίνεται πως ορισμένοι γονείς δυσκολεύονται πολύ να ταυτιστούν με το παιδί και τις ανάγκες του, δεν ενδιαφέρονται αρκετά ή δε μπορούν να νοιαστούν.

   Γνωρίζουμε σήμερα ότι, τα παιδιά που μεγαλώνουν στερημένα από ουσιαστική ανθρώπινη επαφή, έχουν σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξή τους. Ο René Spitz περιέγραψε το ακραίο φαινόμενο της ανακλητικής κατάθλιψης σε βρέφη τα οποία  ζούσαν σε ορφανοτροφεία τη δεκαετία του 1940 και φαίνονταν να αποσύρονται, να παραιτούνται από τη ζωή. Γνωρίζουμε ακόμα ότι η κατάθλιψη στα παιδιά εκφράζεται διαφορετικά, ανάλογα με την ηλικία και το χαρακτήρα τους, ανάμεσα στα άλλα και με βίαιες συμπεριφορές.

   Σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι αυξάνεται η βία από παιδιά ενάντια σε παιδιά, ενήλικες ή τον εαυτό τους. Είναι καλό να αναρωτηθούμε για τις αιτίες, ασφαλώς σύνθετες, σε επίπεδο οικογένειας και πολιτισμού. Από την πλευρά των γονιών, είναι αναγκαίο να αποφεύγουν την έκθεση των παιδιών τους σε οποιαδήποτε μορφή βίας. Τα βρέφη και τα μικρά παιδιά χρειάζεται να προστατεύονται από βίαιες σκηνές, έστω και λεκτικής, τόσο στη πραγματική ζωή όσο και στην εικονική,  την τηλεόραση και το διαδίκτυο. Ψυχικά διαθέτουν περιορισμένα αμυντικά μέσα κι η εμπειρία μπορεί να λειτουργήσει τραυματικά, να τα αποδιοργανώσει και να τους προκαλέσει έντονο φόβο.

   Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι οι ανεπάρκειες ή οι δυσλειτουργίες του περιβάλλοντος δεν έχουν την ίδια επίδραση σε κάθε παιδί. Τα παιδιά κατά τη γέννηση τους διαθέτουν ορισμένες άμυνες, προσαρμοστικούς μηχανισμούς που τα βοηθούν να επιβιώσουν, όμως οι απαντήσεις που θα δώσει το κάθε παιδί στο περιβάλλον εξαρτώνται από την ιδιοσυγκρασία, τον μοναδικό του χαρακτήρα. Επιπλέον οι απαντήσεις αυτές μπορεί να έχουν μεγάλο ψυχικό κόστος, που επιβαρύνει την ανάπτυξη του.

   Όταν για παράδειγμα μια μητέρα είναι συναισθηματικά απούσα ή έντονα  καταθλιπτική, όταν έχει απροειδοποίητες εκρήξεις θυμού ή είναι υπερβολικά αγχώδης κατακλύζοντας το παιδί με ερεθίσματα, εκείνο απαντά ανάλογα με τις διαθέσιμες άμυνες και τα πρότυπα, δηλαδή μπορεί επίσης να έχει ξεσπάσματα ή αντίθετα να παίρνει μια παγωμένη, άκαμπτη στάση. Έπειτα, μετά τον πρώτο χρόνο ζωής, μπορεί να μεταλλάσει τα συναισθήματά του για να αντέξει τη πραγματικότητα, λ.χ. εάν ο γονιός του κάνει τρομακτικά αστεία ένα παιδί μπορεί να μετατρέψει τον τρόμο σε γέλιο, σαν μια προσπάθεια παιχνιδιού.

   Με τη λογική της άμυνας, ορισμένες βίαιες συμπεριφορές παιδιών θεωρούνται  προσπάθειες προσαρμογής: το βρέφος δεν έχει άλλα μέσα για να εκφράσει τον πόνο και τη δυσφορία του πέρα από το σώμα. Αν δεν αντέχει αυτό που βιώνει  ή αν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στη ματαίωση ίσως αντιδρά με εκρήξεις οργής και κλάματος. Αργότερα, μετά τους 12 μήνες και ως περίπου τα 4 χρόνια ένα παιδί μπορεί να χτυπά τους άλλους ή να τους πετά αντικείμενα. Άλλες φορές αυτοτραυματίζεται με δαγκώματα, χτυπήματα. Όταν κατακτά τη βάδιση κι έχει ελευθερία κινήσεων ίσως επιτίθεται εντονότερα σε παιδιά και ενήλικες.

   Οι παραπάνω συμπεριφορές εμφανίζονται συνήθως περιστασιακά, σε συνάρτηση με διάφορες δυσκολίες ή αλλαγές στη ζωή του παιδιού - εάν όμως επιμένουν στο χρόνο οφείλουν να προβληματίσουν και να κινητοποιήσουν τους ενήλικες. Σημαντική είναι επίσης η εκτίμηση της σοβαρότητας κάθε συμπεριφοράς  όπως και η ψύχραιμη αντιμετώπιση της.

   Υπάρχουν παιδιά τα οποία μοιάζουν με μικρούς τύραννους, ανυπόφορα για τους άλλους, που στην πραγματικότητα μεταδίδουν το ανυπόφορο που νιώθουν τα ίδια. Ανάλογα, ο τρόμος που μπορεί να προκαλεί στον ενήλικο ένα παιδί το οποίο ουρλιάζει για αρκετή ώρα, κάποιες φορές μοιάζοντας εκτός εαυτού και εκτός πραγματικότητας, είναι ο τρόμος που δεν αντέχει μέσα του και εξωτερικεύει.

   Χρειάζεται καταρχήν να διασφαλιστεί ότι το παιδί ή κάποιος άλλος δε κινδυνεύει από τις επιθέσεις, επίσης κάποιες φορές βοηθά ο φυσικός περιορισμός του, π.χ. σε αγκαλιά. Χρειάζεται ακόμα υπομονή και ηρεμία από τον ενήλικο, κάποια στιγμή το ξέσπασμα θα τελειώσει και ίσως τότε το παιδί μπορεί να μιλήσει για αυτό, όχι όμως στη διάρκεια της κρίσης.

   Σε κάθε περίπτωση δεχόμαστε ότι η βία του παιδιού αφορά σε κάτι που το κάνει να υποφέρει και δεν μπορεί να εκφράσει διαφορετικά, και η ένταση της δίνει το μέτρο της ψυχικής του οδύνης. Χρειάζεται διαμεσολάβηση από τον λόγο που αποφορτίζει τα συναισθήματα, νέες δυνατότητες έκφρασης και στήριξη του παιδιού. Τίθεται επίσης το σοβαρό ερώτημα της συγχώρεσης, που όταν δίνεται χωρίς συζήτηση αποτρέπει το παιδί από την επεξεργασία για τις αιτίες και τις συνέπειες των πράξεων στους ανθρώπους.

   Βίαιες συμπεριφορές παρουσιάζουν και παιδιά σχολικής ηλικίας, από 5 – 6 ως 12 χρόνων. Δε θα επεκταθούμε στο bulling, το σχολικό εκφοβισμό που εμπλέκει τις αξίες και τις πρακτικές της κοινωνίας. Θα αναφερθούμε μόνο σε ακραίες περιπτώσεις παιδιών αυτής της ηλικίας που συστηματικά απαντούν στους άλλους με βίαιες συμπεριφορές, συνεπώς θεωρείται ότι εμφανίζουν παθολογική βία. Κάποιες φορές οι επιθέσεις είναι σοβαρές ή η οικογένεια συμβάλλει στην παθολογία του παιδιού οπότε χρειάζεται παρέμβαση, απομάκρυνση από το σπίτι και φιλοξενία σε παιδοψυχιατρικό τμήμα όπου μπορεί να ακολουθήσει μακρόχρονη και πολύπλευρη θεραπεία.

   Οι ειδικοί περιγράφουν παιδιά απομονωμένα και ακραία επιθετικά, τα οποία μοιάζει να φορούν μια μάσκα αδιαφορίας που κρύβει πόνο και αγωνία. Χρειάζονται πολύ χρόνο να εμπιστευτούν τον άλλο και να αναπτύξουν σχέσεις καθώς έχουν μάθει να ζουν μέσα στη μοναξιά και την απελπισία. Φαίνεται ότι δεν μπορούν να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους, είναι μπερδεμένα ή δυσκολεύονται να τα αναγνωρίσουν.

   Δείχνουν να στερήθηκαν τους στενούς συναισθηματικούς δεσμούς στην αρχή της ζωής που θα τα βοηθούσαν να συγκροτήσουν τον εαυτό και τις σχέσεις τους. Αρκετά επίσης εκτέθηκαν σε σκηνές βίας, λ.χ. ανάμεσα στους γονείς ή κακοποιήθηκαν, παραμελήθηκαν. Έτσι δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν αρμονικά και αναπαράγουν τη βία που έζησαν ή την επέλεξαν σαν μοναδικό τρόπο επιβίωσης και έκφρασης.

   Εστιάσαμε, τέλος, σε παιδιά νηπιακής και σχολικής ηλικίας επειδή η εφηβεία έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και σπουδαιότητα. Εντούτοις σημειώνουμε ένα ενδιαφέρον παράδειγμα διαχείρισης συγκρούσεων σε σχολεία με εφήβους, το θεσμό της Διαμεσολάβησης που πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια σε μερικά ελληνικά γυμνάσια και λύκεια, και όπου εθελοντές καθηγητές εκπαιδεύονται κι έπειτα εκπαιδεύουν ομάδες παιδιών τα οποία λειτουργούν σαν διαμεσολαβητές στην επίλυση διαφορών και συγκρούσεων ανάμεσα σε συμμαθητές τους.

   Ο διάλογος με κανόνες, σεβασμό και αποδοχή δημιουργεί ένα ασφαλές πλαίσιο που επιτρέπει στα παιδιά να εκφράζουν τα συναισθήματα τους και να σκέφτονται γύρω από αυτά, να αποκτούν περισσότερη ενσυναίσθηση, την δυνατότητα να μπαίνουν στην θέση του άλλου, να τον κατανοούν  και να τον συναισθάνονται, συνεπώς να διαχειρίζονται καλύτερα τις σχέσεις και τις δυσκολίες τους και να ωριμάζουν μέσα από αυτές.

Zogas_dimitris