Στη διάρκεια της διαδικασίας κοινωνικοποίησης, οι δυο διαστάσεις του μίσους εξημερώνονται σε σημαντικό βαθμό ΄ τουλάχιστον, αυτό συμβαίνει με τις πιο δραματικές εκφράσεις τους. Εν μέρει, συμβαίνει μέσω μιας μόνιμης εκτροπής της καταστροφικής τάσης προς λιγότερο ή περισσότερο «εποικοδομητικούς» κοινωνικούς σκοπούς: εκμετάλλευση της φύσης, διάφορες μορφές ατομικού ανταγωνισμού (potlatch [τελετουργικό των Ινδιάνων της βόρειας Αμερικής με ανταλλαγή δώρων], «ειρηνικές» αγωνιστικές δραστηριότητες όπως αθλητικά και άλλα παιχνίδια, ανταγωνισμό οικονομικό, πολιτικό, γοήτρου, ενδο-γραφειοκρατικές μάχες, κ.α.), ή απλά προς τη συνηθισμένη δι-υποκειμενική κακία.
Όλες αυτές οι ευκαιρίες διοχετεύουν, σε όλες τις γνωστές κοινωνίες, μόνο ένα μέρος του μίσους και της καταστροφικής ενέργειας. Όμως, μέχρι τώρα, όλα συμβαίνουν σαν αυτή η διοχέτευση να μην είναι δυνατή παρά με την προϋπόθεση να κρατήσει, ας πούμε, το υπόλοιπο μέρος του μίσους και της καταστροφικότητας σε μια δεξαμενή, έτοιμη να μετασχηματιστεί, σε κανονικά ή ακανόνιστα διαστήματα, σε τυποποιημένες και θεσμοθετημένες καταστροφικές δραστηριότητες ενάντια σε άλλες συλλογικότητες – δηλαδή σε πόλεμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ψυχικό μίσος είναι η «αιτία» των πολέμων ΄ δεν είναι ερώτημα που θα συζητούσαμε εδώ. Είναι σαφές ότι βρίσκουμε στην ιστορία πολλούς πολέμους – από τις γερμανικές ή μογγολικές εισβολές ως τους «δαντελένιους πολέμους» του 18ου αιώνα, χωρίς να μιλήσουμε για τους εμφύλιους πολέμους – οι οποίοι δεν πηγάζουν καταρχήν από το μίσος. Όμως το μίσος είναι αναμφισβήτητα όρος αναγκαίος αλλά και θεμελιακός των πολέμων. Ονομάζω θεμελιακό έναν όρο που έχει εγγενή σχέση με αυτό που ορίζει.
Το μίσος ορίζει τον πόλεμο και εκφράζεται μέσα στον πόλεμο. Η φράση του Αντρέ Μαλρώ στις Καρυδιές του Άλτενμπουργκ: «Ας πάρουν τη νίκη σε αυτό τον πόλεμο εκείνοι που τον έκαναν χωρίς να τον θέλουν», εκφράζει μια ευχή που διαψεύδεται από την πραγματικότητα σχεδόν όλων των πολέμων. Αλλιώς, δεν θα κατανοούσαμε το πώς θα ήταν δυνατόν τόσα εκατομμύρια άνθρωποι στη διάρκεια όλης της γνωστής ιστορίας ήταν έτοιμοι από τη μια στιγμή στην άλλη, να σκοτώσουν άγνωστα πρόσωπα και να σκοτωθούν από αυτά. Και, όταν οι πόροι αυτής της δεξαμενής μίσους δεν κινητοποιούνται ενεργά, εμφανίζονται υπόκωφα με τις μορφές της περιφρόνησης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Οι ψυχαναλυτές μιλούν συχνά για το ταμπού του φόνου με τρόπο επιφανειακό. Στην πραγματικότητα, στο φροϊδικό μύθο του Τοτέμ και Ταμπού γίνεται λόγος μόνο για τον φόνο μεταξύ φατριών, και μόνο αυτός δέχεται κοινωνικά κυρώσεις, ενώ ο φόνος στη διάρκεια πολέμου ή βεντέτας είναι τίτλος τιμής. Υπάρχει εδώ μια μοιραία σύνδεση. Οι καταστροφικές τάσεις των ατόμων συμφωνούν αξιοθαύμαστα με τη σχεδόν ανάγκη του θεσμού να κλειστεί, να ενισχύσει τη θέση των δικών του νόμων, αξιών, κανόνων, σημασιών σαν μοναδικά μέσα στην εξοχότητά τους και σαν τα μόνα αληθινά, μέσω της επιβεβαίωσης ότι οι νόμοι, τα πιστεύω, οι θεοί, οι νόρμες, τα έθιμα των άλλων είναι κατώτερα, λαθεμένα, κακά, αηδιαστικά, αποτρόπαια, διαβολικά.
Και αυτό με τη σειρά του βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις ανάγκες οργάνωσης των ταυτίσεων του ψυχισμού του ατόμου. Καθώς, γι’ αυτόν, ό,τι βρίσκεται πέρα από τον κύκλο των ταυτίσεων που επένδυσε με τόσο κόπο σε όλη τη διάρκεια της πορείας του προς την κοινωνικοποίηση είναι λάθος, κακό, α-νόητο. Και αυτές οι σημασίες, συν-εκτείνονται με τη συλλογικότητα και το δίκτυο συλλογικοτήτων στις οποίες ανήκει: φατρία, φυλή, χωριό, έθνος, θρησκεία. Συγκρούσεις ανάμεσα στα διαφορετικά πεδία αναφοράς είναι βέβαια πιθανές ΄ γνωρίζουμε ότι αναδύονται πολύ λιγότερο σε αρχαϊκά από ότι σε σύγχρονα περιβάλλοντα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που χρειάζεται να γίνει σαφώς κατανοητό, σαν βάση όλων των υπόλοιπων, είναι ότι, κατά την πρώτη προσέγγιση και καταρχήν, κάθε απειλή ενάντια στις κύριες θεσμοθετημένες συλλογικότητες στις οποίες ανήκουν τα άτομα βιώνεται σαν πιο σοβαρή από μια απειλή ενάντια στη ζωή τους.
Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να παρατηρηθούν με τη μεγαλύτερη ένταση και καθαρότητα σε κοινωνίες εντελώς κλειστές: στις αρχαϊκές και παραδοσιακές κοινωνίες, αλλά επίσης, ακόμα περισσότερο, στις σύγχρονες ολοκληρωτικές κοινωνίες. Το παραπλανητικό κεφάλαιο είναι πάντα: τα πρότυπά μας είναι το καλό ΄ το καλό είναι τα πρότυπά μας ΄ τα πρότυπά τους δεν είναι τα δικά μας ΄ άρα τα πρότυπά τους δεν είναι το καλό. Παρομοίως: ο Θεός μας είναι αληθινός ΄ η αλήθεια είναι ο Θεός μας ΄ συνεπώς ο Θεός τους δεν είναι αληθινός Θεός.
Φαινόταν πάντα σχεδόν αδύνατον για τις ανθρώπινες συλλογικότητες να θεωρήσουν την ετερότητα σαν ακριβώς αυτό: απλά, ετερότητα. Ανάλογα, τους ήταν σχεδόν αδύνατο να θεωρήσουν τους θεσμούς των άλλων σαν ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους αλλά απλώς άλλους θεσμούς, και στην πραγματικότητα, στην πλειοψηφία τους, ασύγκριτους με τους δικούς τους. Η συνάντηση μιας κοινωνίας με μιαν άλλη ανοίγει γενικά τρεις δυνατότητες αξιολόγησης: οι άλλοι είναι ανώτεροι από εμάς, είναι ίσοι ή είναι κατώτεροι από εμάς. Εάν δεχόμασταν ότι είναι ανώτεροί μας, θα οφείλαμε να παραιτηθούμε από τους θεσμούς μας και να υιοθετήσουμε τους δικούς τους. Εάν ήμασταν ίσοι, θα ήταν απλώς αδιάφορο το να είναι κάποιος περισσότερο Γιάνκης παρά Ινδιάνος Crow, περισσότερο χριστιανός παρά ειδωλολάτρης. Οι δυο αυτές δυνατότητες είναι ανυπόφορες. Επειδή εμπλέκουν κι οι δυο, ή μοιάζουν να εμπλέκουν, το ότι το άτομο θα όφειλε να εγκαταλείψει τις δικές του βασικές ταυτίσεις – ότι θα όφειλε να εγκαταλείψει, ή τουλάχιστον να αμφισβητήσει, τη δική του ταυτότητα που απέκτησε με μεγάλο κόστος στη μακρά διάρκεια της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης. Επομένως δεν μένει παρά η τρίτη δυνατότητα: οι άλλοι είναι κατώτεροι. Ασφαλώς, αυτό αποκλείει το ενδεχόμενο οι άλλοι να μπορούν να είναι ίσοι με εμάς με την έννοια ότι οι θεσμοί τους κι οι δικοί μας είναι, με την πρώτη ματιά και σε παγκόσμιο επίπεδο, ασύγκριτοι. Δεν είναι δύσκολο να δούμε το γιατί μια τέτοια άποψη είναι ιστορικά απίθανη. Θα οδηγούσε στο να αποδεχτούμε στους άλλους αυτό που για εμάς είναι απεχθές, που κατά κανόνα είναι αδύνατο για κάθε θρησκευτικό πολιτισμό.
Ακόμα και σε «μη θρησκευτικούς» πολιτισμούς, αυτό θα ανακινούσε κάποιες φορές άλυτα ερωτήματα σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο: τι κάνετε μπροστά σε κοινωνίες που δεν αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, επιβάλλουν στα μέλη τους σκληρές δοκιμασίες ή εφαρμόζουν τρομακτικά ήθη (π.χ. ακρωτηριασμοί στις γυναίκες όπως η κλειτοριδεκτομή); Το να αποκτήσουμε πρόσβαση σε μια πιθανή σύγκριση πολιτισμών δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσα σε μια κοινωνία για την οποία, όποια κι αν είναι η ένταση της προσκόλλησης του μέλους στους θεσμούς της, παράγεται ένα πρώτο άνοιγμα, κάνοντας δυνατή τη λήψη απόστασης σε σχέση με τα καθιερωμένα.
Για αυτό η κίνηση προς την αναγνώριση της ουσιαστικής ετερότητας αρχίζει την ίδια εποχή και με τα ίδια βαθειά κίνητρα με την κίνηση προς τη ρήξη του κλεισίματος της σημασίας, δηλαδή προς την αμφισβήτηση του δοσμένου θεσμού της κοινωνίας, το τέλος της πλήρους ετερονομίας, την απελευθέρωση των σκέψεων και των δράσεων, εν ολίγοις τη γέννηση της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας.
Από δω και πέρα, η ιδέα ότι οι άλλοι δεν είναι ούτε διεστραμμένοι, ούτε κατώτεροι αρχίζει να βρίσκει το δρόμο της: Όμηρος, Ηρόδοτος, Montaigne, Swift, Montesquieu... Θα ήταν πειρασμός, και ενθαρρυντικό, να μπορούσαμε να πούμε ότι το άνοιγμα της σκέψης και του σχετικού και μερικού εκδημοκρατισμού των πολιτικών καθεστώτων στη Δύση προχώρησε ταυτόχρονα με την παρακμή του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Όμως ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη τις τρομακτικές εκρήξεις ξενοφοβικής βαρβαρότητας και ρατσισμού στη διάρκεια του 20ου αιώνα, δεν θα μπορούσαμε να δεχτούμε αυτή την ιδέα παρά με το κόστος ισχυρότατων περιορισμών. Ειδικότερα, μπορούμε να σκεφτούμε την ακραία ύβρη της αναβίωσης του εθνικισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού στη διάρκεια του 20ου αιώνα σε «πολιτισμένες» και «δημοκρατικές» χώρες. Ως προς τις μη δυτικές χώρες, η τρομακτική σύγχρονη κατάσταση μιλάει από μόνη της (…).
Συνέντευξη στην εφημερίδα Le Monde, 09.01.1999
Πηγή: http://1libertaire.free.fr/Castoriadis30.html