Με αφορμή τα όσα μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί από έρευνες σε πανελλαδικό επίπεδο και αφορούν στο πώς λειτουργεί το «σύστημα» των διαγωνισμών έργων, μικρών ή μεγάλων, δηλαδή, οι μελέτες, οι εκπτώσεις, οι πρόσθετες εργασίες, οι υπερτιμολογήσεις, κ.λ.π., ο «Σ» προχώρησε στη δική του έρευνα - ρεπορτάζ, μιλώντας με γνώστες του ζητήματος.
Η πρώτη φάση του όλου ζητήματος, αφορά στη λεγόμενη «μίζα». Σύμφωνα με τους γνώστες, η «μίζα» δεν αποδεικνύεται, διότι πολύ απλά δεν έχει παραστατικά. Για παράδειγμα, έχουμε ένα έργο προϋπολογισμού 100 χιλιάδες ευρώ. Το έργο αυτό είτε ανατίθεται με διαγωνισμό, είτε με απευθείας ανάθεση. Στην περίπτωση δήμων, συνήθως τα μικρά υλοποιούνται με απευθείας ανάθεση. Γίνονται όμως, όπως τονίστηκε, και μέσω μικρών διαγωνισμών. Δηλαδή, καλούνται δύο – τρεις εργολάβοι και κάνουν (προσυνεννοημένα) προσφορές και επιλέγεται (υποτίθεται), ο πιο φθηνός. Συνήθως οι μικρές μελέτες είναι ασαφείς και με πάρα πολύ λίγα στοιχεία όσον αφορά στον πραγματικό προϋπολογισμό. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να υπάρχουν πάντοτε πρόσθετες εργασίες και το έργο από 100 χιλιάδες να καταλήγει στο τέλος να κοστίσει 150 – 200 χιλιάδες.
Είναι νόμιμη η διαδικασία αυτή, μας επισημάνθηκε. Όταν η μελέτη δεν είναι πλήρης και υπάρχουν εργασίες που δεν έχουν προβλεφθεί ή προκύπτουν κάποια προβλήματα που δεν είχαν προβλεφθεί, μπαίνουν τα λεγόμενα άρθρα για τις πρόσθετες εργασίες τα οποία αυξάνουν τον προϋπολογισμό μέχρι κάποιο ποσοστό ή ανάλογα με το έργο, μπορεί και διπλάσιο. Αυτό είναι σύνηθες στα τεχνικά έργα. Πρέπει η μελέτη να είναι πάρα πολύ πλήρης για να μην συμβούν τα παραπάνω. Είναι θέμα, δηλαδή, αυτού που εκπονεί τη μελέτη, του μελετητικού γραφείου, του υπουργείου, του δήμου κλπ. Σημειώνεται πως, πολλά από τα μικρά τα έργα των δήμων τα κάνουν οι τεχνικές τους υπηρεσίες, όπου εκεί υπάρχει μια προσυνεννόηση.
Ανατίθεται λοιπόν ένα έργο, στη συνέχεια βγαίνουν πρόσθετες εργασίες, αυτές υπερκοστολογούνται και γίνεται συμφωνία, ώστε από τα 200.000 ευρώ που θα πάρει ο εργολάβος, κρατά πχ τα 120.000 ευρώ, (πληρώνεται ο φόρος και το Φ.Π.Α.) και τα υπόλοιπα πηγαίνουν στον αναθέτοντα.
Γίνεται κατανοητό λοιπόν ότι, το παραστατικό που δίνει ο εργολάβος για να πληρωθεί το έργο, περιέχει το σύνολο των χρημάτων. Δεν υπάρχουν δηλαδή χρήματα τα οποία χάνονται. Ο εργολάβος υποτίθεται ότι έχει πάρει 200.000 ευρώ, στην πραγματικότητα όμως έχει συμφωνήσει, διότι το έργο είναι υπερκοστολογημένο και το παίρνει απευθείας κι επειδή θέλει να ξαναπάρει κι άλλα, γίνεται αυτή η διαδικασία που προείπαμε. Η περίπτωση «χαλάει» μόνο εφόσον ο επιβλέπων μηχανικός είναι ικανός και μπορεί να καταλάβει τι δουλειά έχει γίνει, ποια είναι τα πραγματικά κόστη, έτσι ώστε, όταν πάει να υπογράψει τους λογαριασμούς, να πει στον εργολάβο ότι, αυτό δεν το έκανες, αυτό το υπερκοστολόγησες κλπ. Αυτό όμως συνήθως δε συμβαίνει, διότι ή τα πράγματα είναι προκαθορισμένα ή όταν είναι μέσω ΤΥΔΚ, υπάρχουν άλλες σχέσεις μεταξύ υπαλλήλων και εργολάβων.
Αυτή η «συνήθης διαδικασία», είτε είναι εν γνώσει και των υπαλλήλων, είτε όχι, λόγω απειρίας τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο εκάστοτε αρμόδιος υπάλληλος δεν πολυασχολείται, δεν κάνει έλεγχο επί της ουσίας. Για παράδειγμα, σε ένα έργο οδοποιίας, δεν ελέγχει την τομή του οδοστρώματος, αν δηλαδή περιέχει από κάτω τα υλικά που πρέπει, τις στρώσεις όπως πρέπει, το πάχος των ασφαλτικών κλπ.
Σημειωτέων ότι, σε αυτά τα μικρά έργα πανελλαδικά, με μελέτες που έχει κάνει το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, το συνολικό εθνικό κόστος, μπορεί να είναι ισοδύναμο των 5-6 μεγάλων μεγαλοεργολάβων. Δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι 10 δις ευρώ τα μοιράζονται πέντε μεγάλες εταιρίες για μεγάλα πανελλαδικά έργα, άλλα τόσα είναι και αυτά όλα μαζί των 50, 100, 150, 200 χιλιάδων ευρώ.
Αυτό ισχύει και για τα έργα που γίνονται με ίδιους πόρους και για τα έργα που είναι χρηματοδοτούμενα. Τα χρήματα, η «μίζα», δίνεται εκεί που έχει κανονιστεί να δοθούν…
Το ίδιο συμβαίνει και για τα μεγάλα έργα με τους επίσης τεράστιους προϋπολογισμούς. Και εκεί τα πράγματα γίνονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Με υπερεκτιμήσεις, γιατί υπερεκτιμήσεις μπορεί να υπάρχουν και στην ίδια τη μελέτη. Επίτηδες δηλαδή. Και να είναι ενημερωμένος ο συγκεκριμένος εργολάβος, ώστε να κάνει τη μεγαλύτερη έκπτωση, γιατί ξέρει ότι το έργο είναι υπερεκτιμημένο 30-40-50%, οπότε μπορεί, από τους άλλους που δεν έχουν πληροφόρηση, να κάνει καλύτερη προσφορά.
Γι’ αυτό βλέπουμε τεράστιες εκπτώσεις. Αυτές οι εκπτώσεις όμως, είναι σε πρώτο επίπεδο, γιατί σε δεύτερο επίπεδο υπάρχουν εργασίες που δεν προβλέφθηκαν, οπότε υπάρχουν τα λεγόμενα πρόσθετα άρθρα, τα οποία μπορεί την έκπτωση να την εκμηδενίσουν ή να την πηγαίνουν από τα 50% στο 10%.
Αυτός ο «μηχανισμός» ίσχυε και πριν, ισχύει και σήμερα εν γνώσει των συναρμόδιων παραγόντων, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο να αντικατασταθεί, να διορθωθεί.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι, όλα τα παραπάνω ισχύουν εδώ και αρκετές δεκαετίες. Αυτό σημαίνει πως, εάν υποθέσουμε ότι, για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο της ρεμούλας κάναμε μερικές δεκάδες χρόνια, ίσως να χρειάζονται πολλά περισσότερα για να αλλάξει αυτή η… νοοτροπία.
Αυτό που έχει γίνει, είναι ότι, σε επίπεδο μεγάλων εταιριών, αποκαλύφθηκε πως, 150 εταιρίες που έπαιρναν τα μεγάλα έργα, δεν ήταν τελικά 150 αλλά ήταν 4 ή 5 και οι άλλες ήταν «μαϊμούδες» αυτών των εταιριών…
Ένα παράδειγμα μεγάλου έργου, είναι ο ηλεκτροφωτισμός δρόμου αρκετών χιλιομέτρων: επιλέγεται συμβατική εγκατάσταση (ηλεκτρική ενέργεια) αντί της ηλιακής, με τοποθέτηση πολύ περισσότερων φωτιστικών, προκειμένου να αυξηθεί ο προϋπολογισμός. Όμως, το μεγάλο ζήτημα δεν είναι αυτό. Είναι το ότι, ενώ φαινομενικά το κόστος ηλιακών φωτιστικών είναι μεγαλύτερο και για λόγους οικονομίας προχώρησαν οι «αρμόδιοι» σε συμβατική εγκατάσταση, στο τέλος αποδεικνύεται πρακτικά πως, αυτή η επιλογή είναι και η ακριβότερη. Ήτοι, σκάψιμο δρόμου, πέρασμα καλωδίων και συνεχή κατανάλωση τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας. Στον αντίποδα, με την τοποθέτηση ηλιακών φωτιστικών (και σε πιο λογικές αποστάσεις…), η εκτίμηση είναι ότι, το έργο θα έχει ένα συνολικό κόστος για τα πέντε πρώτα χρόνια λειτουργίας, που μπορεί να φτάνει και το μισό.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους γνώστες, όταν αναλάβει ένα οικοδομικό ειδικό έργο ιδιώτης κατασκευαστής για λογαριασμό του, θα κοστίσει περίπου το 1/5 από ένα αντίστοιχο έργο του δημοσίου. Και αυτό συμβαίνει, όπως εξηγούν, διότι, σε όλο τον κύκλο των δημοσίων έργων, από τις μελέτες μέχρι και την εφαρμογή, υπάρχει πρόβλημα. Και το πρόβλημα ξεκινάει ακόμα και από τη νομοθεσία. Για παράδειγμα, σε ένα έργο προβλέπεται τοποθέτηση μαρμάρων. Το μάρμαρο σε υποθέσουμε ότι κοστίζει περίπου 50 ευρώ το τετραγωνικό και με την τοποθέτηση φτάνει στα 80 ευρώ. Αν ακολουθηθεί το σχετικό άρθρο του Α.Τ.Ο.Ε. (αναλυτικό τιμολόγιο οικοδομικών εργασιών) θα κοστολογηθεί γύρω στα 250 ευρώ!!! Τεράστιο το κέρδος για τον εργολάβο, ακόμα και με την όποια έκπτωση.
Σημειώνεται ότι, το σχετικό άρθρο ισχύει από τον… μεσοπόλεμο (!!!), τότε που
η διαδικασία παραγωγής του μαρμάρου ήταν απόλυτα χειροκίνητη. Τώρα που είναι μηχανοποιημένη ναι μεν το κόστος έχει πέσει κατά πολύ, όμως ο προϋπολογισμός του ισχύει… Όλα αυτά, σκοπίμως δεν αλλάζουν, όπως επισημαίνουν οι γνώστες.
Εν κατακλείδι, ο τρόπος που υλοποιούνται τα δημόσια έργα είναι ιδιαιτέρως προβληματικός. Η απώλεια πόρων του δημοσίου, που θα μπορούσαν να πηγαίνουν στην κοινωνία (όπως τόσοι άλλοι «χαμένοι» πόροι), είναι τεράστια.
Ακόμα κάτι πολύ σημαντικό. Οι λογής – λογής μίζες, ουδέποτε ανακαλύπτονται. Το «μαύρο» χρήμα «χάνεται». Υπάρχουν οι παράκτιες εταιρίες και οι κατάλληλες τράπεζες...
*Η έρευνα του «Σ» δημοσιεύθηκε πριν από έξι (6) χρόνια και συγκεκριμένα, στο φύλλο 849 της 9ης Μαρτίου 2017.
Την αναδημοσιεύουμε διότι, δυστυχώς, είναι επίκαιρη…
ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΣΤΑΘΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ" - ΦΥΛΛΟ 1159/18-05-2023