Όμως ήταν τόσο συγκινητικό το βίωμα «του ζώντος ονείρου» που είπα στον εαυτό μου «ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον».
Και Μιλτιάδης εν προκειμένω δεν ήταν άλλος από τον Δημήτρη Βοναπάρτη, ο γνωστός «τοις πάσι Κώοις» Τζίμης.
Ναι ο Τζίμης έδωσε μια μάχη –μια ναυμαχία για τον ακριβή παραλληλισμό –και «νενίκηκεν». Δικαιούται τρόπαιον.
Κι αν δεν υπάρχει κανένας επίσημος να του το αποδώσει, το παίρνω πάνω μου και του το αποδίδω εγώ ο μη επίσημος και αρκούντως άσημος με την παρούσα.
Ο Δημήτρης είναι Έλληνας ευπατρίδης και παγκόσμιος ανθρωπιστής. Λάτρης της ελληνικής κλασσικής παιδείας και των ανθρωπιστικών επιστημών.
Η μόρφωσή του δεν μπορούσε να είναι άλλη, παρά η συνεχής σπουδή των αρχαιοελλήνων φιλοσόφων, ποιητών, τραγικών, Σωκρατικών, Πλατωνικών,
Αριστοτελικών, Ιπποκρατικών και όλης της αλυσίδας εκείνων των «πεπροικισμένων» ανθρώπων που εδώ και χιλιάδες χρόνια βαστούν με την πένα τους ζωντανό τον πολιτισμό της Ελλάδος που αποτέλεσε τον καμβά πάνω στον οποίον, κέντησαν άλλοι λαοί με δικές τους εκφάνσεις, αυτής της πρωτόλειας πνευματικής κατάκτησης.
Είναι γνωστά τα έργα του τα οποία από το 1975 και μετά έχει γράψει, σκηνοθετήσει και παρουσιάσει ενίοτε και πρωταγωνιστώντας και τα οποία έχουν συγκλονίσει το σύνολο των θεατοακροατών του.
Φέτος έγραψε και δημοσίευσε ένα ποίημα «Ο χορός των κρίνων». Ένας μύθος ο οποίος δεν απέχει από την ιδιοσύσταση της αρχαίας τραγωδίας στην απλή ελληνική γλώσσα.
Η πρώτη ανάγνωση σε ξεγελά. Η δεύτερη σε προβληματίζει. Η τρίτη συγκλονίζει. Η τέταρτη –η παρουσίαση η χθεσινή -σε τρελαίνει, σε βαθμό που να σε προδιαθέτει για τη Λέρο. Ναι η παρουσία του χορού των κρίνων, όπως τη σκηνοθέτησε ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν μοναδική. Τηρουμένων των αναλογιών και των συνθηκών και τεχνικών δυνατοτήτων, η παρουσίαση άξιζε ένα βραβείο επιπέδου «Φοίνικα». Μην ακούγεται υπερβολικό. Είναι η ελάχιστη τιμή και επιβράβευση του λογοτεχνικού, ποιητικού και σκηνοθετικού έργου του Δημήτρη.
Δεν είναι εύκολο, να συλλάβεις στο μυαλό σου και να καταγράψεις έναν μύθο. Έναν μύθο που εκ του ασφαλούς έχει υπάρξει χιλιάδες φορές αλλά σαν ιστόρημα δεν πήρε ποτέ σάρκα και οστά.
Δεν είναι συνήθης η δυνατότητα διακλάδωσης του μύθου και η αναπαράστασή του με κορμό, κλώνους, κλαδιά, φυλλώματα και καρπούς και η περιγραφή της χρησιμότητας και η συμβολή του κάθε κομματιού στη σύνθεση του έργου.
Δεν είναι ευχερές να απλώνεις το μύθευμά σου σαν σεντόνι πάνω σε απέραντο ίσιο κρεβάτι και να το δεκαπενταδιπλώνεις χωρίς παρεκτροπή καμιάς δίπλας. Γιατί αυτό ακριβώς δημιούργησε ο ποιητής. Έτρεξε ένα κείμενο 150 τόσων σελίδων, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο ποίημα, του οποίου ο «μετρικός πους» αποτελείται από μια τονισμένη και μια άτονη συλλαβή κατά τον ορισμού του ιάμβου.
Όποιος έχει αμφιβολία ας δοκιμάσει να γράψει μια στροφή μόνο. Θα δει τη δυσκολία της προσπάθειας. Η γραφή αυτή απαιτεί «τάλαντο» επίκτητο ή προίκα του Θεού, δεν έχει σημασία. Το βέβαιο είναι ότι αποτελεί προϋπόθεση για το αποτόλμημα.
Εκείνο όμως που έστειλε στον ουρανό το όλο έργο, ήταν η σκηνοθετική παρουσίασή του, έργο υποθέτω αποκλειστικό του ίδιου του ποιητή.
Συνέπτυξε το όλο πόνημα από τις εκατόν πενήντα σελίδες σε τριάντα-σαράντα υπολογίζω. Ένα επιτελείο πέντε ατόμων, τρεις γυναίκες και δυο άντρες-ο ένας ο ίδιος- που ο καθένας ανέλαβε να έχει τον ρόλο προσώπου του έργου και να απαγγέλλει το ρόλο του σ’ αυτό.
Το έργο αποτελεί τραγωδία. Ένας άντρας ερωτεύεται δυο αδελφές, χωρίς να ξέρει η μια το μυστικό της άλλης. Όταν ο άντρας αντιλαμβάνεται το μέγεθος του ολέθρου τον οποίο μπορεί να προκαλέσει, αναχωρεί σε άγνωστα μέρη, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην κάθε μια να βρει τρόπο να προχωρήσει.
Η μοίρα, η αρχαιοελληνική μοίρα, αναλαμβάνει να παίξει τον κυριαρχικό της ρόλο, οδηγώντας τα πράγματα από λύπη σε παράπονο, από παράπονο σε θρήνο και από θρήνο σε απόγνωση.
Σ’ αυτό το σημείο επεμβαίνει ο ποιητής-σκηνοθέτης και μας στέλνει στον ουρανό.
Σε κάθε στάδιο-θέση- ενός μοιρολατρικού περιστατικού, διακόπτεται η απαγγελία και ένα μουσικό συγκρότημα δίπλα, παίζει υπέροχη μουσική, ενώ ένα μοναδικό κορίτσι, τραγουδά αποδίδοντας στίχους από το όλο έργο προσαρμοσμένους σε μουσική σύνθεση του ίδιου του δημιουργού και αποδίδοντας μετά μουσικής ένα έξοχο δημιούργημα. Δεν μπορώ να μην σταθώ στο σημείο αυτό. Το κορίτσι, η Θωμαϊδα Βοναπάρτη-κόρη του Δημήτρη-πήγε να μας βγάλει τα μυαλά από το κρανίο με την εξαίσια, μοναδική και ανεπανάληπτη φωνή της, αλλά και την καλλιτεχνική εκτέλεση του τραγουδιού, δεμένη απόλυτα με την εξέλιξη του έργου.
Τέσσερις φορές συνέβη αυτό. Και στις τέσσερις, η εκτέλεση και ο κλονισμός ήταν μοναδικός. Φανταστείτε, όσοι δεν ήσασταν παρόντες-τη γλυκύτατη φωνή της Θωμαϊδος να τραγουδά: «Τον έρωτα εζήλωσα και χιλιοπαίνεψά το. Κι έκανα χίλια όνειρα. Κι ως ήμουν αψηλό δεντρί, κείνος μ’ έριξε κάτω κι έχασα χίλια όνειρα. Στα όνειρα, στα όνειρα, είν’ η καταφυγή μου στα όνειρα, στα όνειρα, κρέμασα τη ζωή μου».
Έξοχες και οι απαγγελίες της ομάδας των πέντε, αλλά δεν αντέχω στον πειρασμό να μην πω, ότι η χροιά της φωνής της δασκάλας Σέβης Μπίλλη έμοιαζε σαν ερμηνεία της Άννας Συνοδινού στο Ηρώδειο. Συμπαθάτε μου την εξαίρεση.
Σε παρουσίαση βιβλίου πήγαμε, ένα μικρό θαύμα ζήσαμε. Μεταφέρω στο σημείο αυτό αυτολεξεί τμήμα από το άρθρο του Θανάση Νιάρχου στα ΝΕΑ του προηγούμενου Σαββατοκύριακου με επικεφαλίδα « Ο άνθρωπος στο παγκάκι». «Η νύχτα στήνει πάλι το σκηνικό της/με πρόχειρους πασσάλους και σανίδες», λένε δυο αριστουργηματικοί στίχοι της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και αν τους ερμηνεύουμε σωστά σημαίνουν πως το «θαύμα» έχει συχνά ως προϋπόθεση το πρόχειρο, το φτηνό και το συμπτωματικό.
Πέραν των ευαισθησιών μας των οποίων οι χορδές δοκιμάσθηκαν από την παρουσία αποκομίσαμε όλοι, γνώση, εμπειρία, αυτογνωσία.
Κρίμα που η παρουσίαση αυτή έγινε μεν σε έξοχο και ειδυλλιακό τόπο, αλλά μακριά από το κέντρο, με δυσχέρεια προσέλευσης περισσότερου κόσμου.
Συνιστώ στους συντελεστές της παρουσίασης να την επαναλάβουν σε άλλο τόπο και σε πιο ανεβασμένο επίπεδο, από πλευράς προετοιμασίας και τεχνικών προδιαγραφών.
Δημήτρη σ’ ευχαριστούμε.
Σημείωση του «Σ»
Οι φωτό από το kostv.gr